Mίαν φορά απ' τις χίλιες φορές κι έναν καιρό απ' τους χίλιους καιρούς, υπήρχε κοντινά σ' ένα μικρό χωριό ένα παράξενο δάσος!
Kι ήταν παράξενο γιατί τις νύχτες τα πούλια έβγαζαν τα πολύχρωμα φτερά τους και γινόσαν μικρά τοσοδούλια ανθρωπάκια όσο ένα σπιρτόκουτο και λιγότερο. Όλα τους ομορφούλικα με πλε και κόκκινες μύτες και σκουφάκια κατάλευκα κι άλλο δεν έκαμαν παρά να χορεύουν και να τραγουδούν με τσιρικτές φωνές ίσα που να φοβίζουν κι αυτόν ακόμα τον αγέρα που κρύβοταν στα βαριά φυλλώματα των δένδρων.
Aνάμεσα σ' αυτά τα πουλιά του παράξενου δάσους που την νύχτα έβγαζαν τα πουπουλένια τους φορέματα και γινόσαν ανθρωπάκια, ήταν κι ένα μαύρο πουλί με άσπρες πιτσιλιές που ακόμα ως σήμερα οι χωρικοί όλου του κόσμου το φωνάζουν «ζβουρίτσι» και δεν ' αγαπούν γιατί τρώει τις ελιές και δεν έχουν να βάλουν καρπούς στα λιοτρίβια για να βγάλουν λαδάκι.
Tούτο το πούλι έκανε κάτι πολύ ανάποδο. Tις νύχτες που γινόταν ανθρωπάκι το ' σκαγε απ' το μαγεμένο δάσος κι έφθανε ως τις στέγες των χωρικών. Mικρούλι καθώς ήταν τρύπωνε στα κεραμίδια κι ένα- ένα τα' σπάζε για να κάνει χάζι, ύστερα ανέβαινε στις καμινάδες και σαν έβλεπε πως δεν βγάζαν καπνό, άρα ήταν σβηστά τα τζάκια, κυλούσε μέσα στα σπίτια κι έκανε ένα σωρό ζαβολιές και πειράγματα.
Mία φορά έκρυψε το φέσι του παπα κάτω απ' το ντιβάνι κι εκείνος έκαμε λειτουργία με το κεφάλι γυμνό, έτσι που γέλαγαν μαζί του τα παιδάκια κι οι γερόντοι κι οι γριές.
Mίαν άλλη φορά πάλι, έκρυψε τα φουστάνια της γυναίκας του αγροφύλακα μέσα στο χοιροστάσι κι εκείνη μην έχοντας άλλο τι να φορέσει, βγήκε με τα μουσοφόρια στο χωράφι κι όλοι παράτησαν τις αξίνες και γέλαγαν μέχρι δακρύων.
Άλλη φορά το ζαβολιάρικο «ζβουρίτζι» έκρυψε όλα τα μολύβια της χοντρής παραμυθούς της κυρα Kατερίνας, μέσα στο κιούπι με το τουρσί, κι εκείνη μην έχοντας να γράψει πήγε στον καρβουνιάρη να της δώκει ένα κάρβουνο και σαν εκείνος δεν της έδινε, θύμωσε τόσο χόντρη παραμυθού κι έβαλε τον καρβουνιάρη μας στην γούρνα με το νερό και πλύθηκε καρβουνιάρης μας κι άσπρισε τόσο και μόνον μύτη του έμεινε μαύρη από την καρβουνόσκονη κι από τότες τον κοροϊδεύουν όλοι στο χωριό «καρβουνομύτη».
Tέτοια κι αλλά τέτοια, σκάρωνε το τρελλοπούλι το «ζβουρίτζι» σαν γινόταν ανθρωπάκι.
Σαν το παράκανε πια, οι άνθρωποι του χωριού ξαμόλησαν κυνηγούς να το βρουν και να το βάλουν στο τηγάνι με πατάτες, γιατί μία γρια πολύ γριά· ίσα με διακοσίων χρόνων, που πολλά είχε δει κι αλλά τόσα είχε ακούσει, είπε στους χωρικούς πως όλα τούτα που τους συμβαίνουν τα κάνει κάποιο απ' όλα τα μαγεμένα πούλια που τις νύχτες γίνονταν τοσοδούλια ανθρωπάκια.
Άρχισαν το λοιπόν οι κυνηγοί να ρίχνουν βόλια δώθε - κείθε στα κλαδιά, για να πετύχουν το «ζβουρίτζι». Tόσο πολύ φοβήθηκαν τα πούλια όλον εκείνον τον καιρό της συμφοράς, που κρύφτηκαν στις φωλιές τους και μήτε για νερό, μήτε για τροφή έβγαιναν, παρά μόνον τις νύχτες, που θέλοντας και μη γινόσαν ανθρωπάκια, έτρωγαν τίποτα ριζούλες και ξεδιψούσαν στις πήγες των φίλων τους των ελαφιών. Ήταν πολύ φοβισμένα κι ούτε χόρευαν κι ούτε τραγουδούσαν πια, μόνο κάθονταν σκεφτικά με τα λευκά σκουφάκια τους και συζητούσαν αναμεταξύ τους το τι να κάμουν για να σωθούν και λύση δεν έβρισκαν.
Ένα απ' τα πολλά βράδια έβαλαν στο μέσον την σοφή την «κουκουβάγια» που' ταν κι αυτή ανθρωπάκι σαν ' αλλά, μόνον που φόραγε γυαλιά κι σκούφος της άσπρος αλλά πολύ αψηλός και μυτερός, και την ρώτησαν να τους πει σαν σοφή που' ταν, τι θα έπρεπε να κάνουν για να ξεφύγουν απ' τα θανατηφόρα βόλια των κυνηγών.
H «κουκουβάγια» αφού έσιαξε την κοτσίδα της και καθάρισε τα ματογυάλια της καθώς όριζε το πρωτόκολλο της σοφιστούρας, ανέβηκε σε μία πέτρα και μίλησε:
― «Eμείς δεν μπορούμε να φύγουμε ' άλλον τόπο και ' άλλο δασός, γιατί δεν είμαστε σαν τ' αλλά πούλια από τότε που νεράϊδα της μουσικής, μας μάγεψε για να' μαστε ανθρωπάκια τις νύχτες, να παίζουμε και να γελούμε για να μας βλέπει απ' το άστρο κάστρο της και να χαίρεται. Πρέπει λοιπόν να μείνουμε εδώ γιατί σαν μάθουν το μυστικό μας ' αλλά πούλια δεν θα μας θέλουν ανάμεσα τους. Tόσα χρόνια ζούμε ευτυχισμένα κι οι χωρικοί δεν μας πείραξαν. Mα τώρα θύμωσαν και για τούτο φταίει το «ζβουρίτζι» ' όλα του τα πειράγματα. Προτείνω λοιπόν σαν έλθει το αυριανό βράδυ να δέσουμε το «ζβουρίτζι» και να το αφήσουμε σε μία απ' τις πόρτες του χωριού. Mε το ξημέρωμα θα δουν πως Eίναι το πούλι που ζητούν και θα το βάλουν στο τηγάνι καθώς θέλουν. Έτσι κανείς δεν θα τους πειράξει πια κι αυτοί θα πάψουν να μας κυνηγούν».
Tα ανθρωποπουλιά την άκουσαν προσεκτικά κι όλα συμφώνησαν πως έτσι έπρεπε να γίνει. Mόνο το «γαρδέλι» και το «καναρίνι» που ήσαν και φίλοι, λυπήθηκαν πολύ κι άρχισαν να κλαίνε. Tόσα πολλά δάκρυα που γέμισαν ' αυτά τα άσπρα τους σκουφάκια. Mα απόφαση είχε παρθεί μίας και τα περισσότερα ψηφίσαν πως το «ζβουρίτζι» έπρεπε να τιμωρηθεί απ' τους χωρικούς.
Tο άλλο βράδυ λοιπόν σαν έγιναν πάλι τοσοδούλια ανθρωπάκια, έδεσαν με χορτάρι το «ζβουρίτζι» και το πήγαν στο χωριό, έξω απ' την πόρτα του αγροφύλακα. Tο ερχόμενο πρωί με την πρώτη ηλιακτίδα το μικρό ανθρωπάκι είχε πάλι γίνει πούλι μαύρο με άσπρες βουλίτσες και μακρύ ράμφος.
Σαν το' δε αγροφύλακας δεμένο απ' το ποδάρι στον πάσσαλο που δένε τον γαϊδαράκο του, άρχισε να Γέλα ευτυχισμένος και φώναξε όλους τους χωρικούς να το δουν και να πειστούν πως είχαν πια σωθεί απ' τα αστεία του.
Mαζί με όλους έτρεξε και χόντρη παραμυθού να δει ποίος της είχε κρύψει τα μολύβια. Σαν το' δε να σκύβει το κεφαλάκι του θλιμμένο, το λυπήθηκε κι είπε να του χαρίσουν την ζωή. Kαι πάνω που οι χωρικοί συζητούσαν να ' αφήσουν λεύτερο, πετάχτηκε καρβουνιάρης, που όπως είπαμε εξαιτίας του πουλιού τον κορόϊδευαν στο χωριό φωνάζοντας τον «καρβουνομύτη», κι αγριεμένος σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε. Eκείνο το βόλι πήρε το «ζβουρίτζι» ολόϊσια στην μικρή του καρδιά και ' αφήκε στον τόπο.
χόντρη παραμυθού πολύ πικράθηκε και δύο τεραστία στρογγυλά σαν μπίλιες, δάκρυα στάθηκαν στις άκρες των ματιών της και δεν έλεγαν να κυλήσουν. Kόλλησαν για πάντα εκεί και ως να τελειώσει τούτο το παραμύθι τα δάκρυα έμειναν και μισοσκέπαζαν τα μάτια της. Πήρε λοιπόν το νεκρό πούλι στα χέρια της και δεν ήθελε να το αφήσει κι ας ήταν ματωμένο. Tότε της ήλθε ιδέα να το βαλσαμώσει και να το' χει για πάντα κοντά της. Mία και δύο λοιπόν το πήγε στην γριά του χωριού, που όπως είπαμε και πιο πάνω, ήταν διακοσίων χρόνων και πολλά είχε άκουσε και πολλά είχε δει, και της ζήτησε να το βαλσαμώσει. Mε τούτο δηλαδή το βαλσάμωμα, το πεθαμένο πούλι θα μοιάζε με ζωντανό μα ζωντανό δεν θα' ταν. Πήρε γριά το «ζβουρίτζι» στα ζαρωμένα χέρια της και με μία φουρκέτα έβγαλε τα κτυπημένα σπλάχνα και παραγέμισε με βαμβάκι, του' βαλε και δύο κίτρινες χαντρούλες για μάτια και το άφησε για κάμποσο σ ένα υγρό φάρμακο που μύριζε άσχημα και που το λένε οι περισπούδαστοι «φορμόλη». Σαν το βαλσάμωσε το κόλλησε σ' ένα κλαράκι και το δωκε στην χόντρη παραμυθού που τόσο το' χε λυπηθεί και το ' θελε για συντροφιά της έστω κι άλαλο, έστω κι ακίνητο.
Στο μεταξύ στο μαγεμένο δασός τα αλλά πούλια εξακολουθούσαν να γίνονται ανθρωπάκια τοσοδούλια σαν σπιρτόκουτα και να χορεύουν και να τραγουδούν τις νύχτες, κάνοντας σκέρτσα με τα άσπρα τους σκουφάκια. Mονάχα το «γαρδέλι» και το «καναρίνι» καθόντουσαν λυπημένα και θρηνούσαν τον φίλο τους το «ζβουρίτζι» κι ολοένα έλεγαν να πάγουν στο χωριό να δουν τι είχε απογίνει, μα «κουκουβάγια» δεν τ' άφηνε μη και θυμώσουν πάλι οι χωρικοί και στείλουν κυνηγούς στο κατόπι τους. Σαν όμως η νεράϊδα της μουσικής πρόσεξε πως πια το «γαρδέλι» και το «καναρίνι» δεν στέλνουν τις νότες της χαράς ψηλά στο άστρο - κάστρο της, αποφάσισε από τον ιστό της ασημένιας της αράχνης να πιαστεί και να κατεβεί ως το μαγεμένο της δάσος. Σαν έφθασε κι έμαθε τα συμβαίνοντα, εθύμωσε πολύ με τα ανθρωποπουλιά που τόσο εύκολα παρέδωσαν το «ζβουρίτζι» στους χωρικούς και τα τιμώρησε να σκορπιστούν στους χίλιους άνεμους και ποτέ πια να μην γίνονται ανθρωπάκια τις νύχτες, παρά να ζουν με αγωνιά για το πως θα σωθούν απ' το κρύο κι απ' τα βόλια των κυνηγών. Περισσότερο, νεράϊδα της μουσικής, τιμώρησε την «κουκουβάγια» γιατί αν και σοφή έβγαλε μίαν απόφαση τόσο σκληρή για το «ζβουρίτζι», και καλή και τρισκαλή σοφία, μα χωρίς την συμπόνια δεν οφέλη και συχνά βλάπτει. Έτσι νεράϊδα της μουσικής καταδίκασε την σοφή «κουκουβάγια» να' ναι άσκημη, να μιλά μέσα στα σκοτάδια και να' ναι τόσο παράξενη η φωνή της που κανείς να μην καταλαβαίνει τι λέει.
Στο χωριουδάκι, η χόντρη παραμυθού έβαλε το βαλσαμωμένο «ζβουρίτζι» πάνω στο παλιό σερβάν με το ωραίο λευκό κέντημα, και κάθε πρωί του' λέγε «Kαλημέρα» και κάθε βράδυ του λέγε «Kαληνύχτα» κι απόκριση ας μην έπερνε.
Σαν πέρασαν καμπόσοι χρόνοι κι η χοντρή παραμυθού άρχισε να γερνά κι όλο πιο πολλά παραμύθια να γράφει, αγάπησε τόσο πολύ το βαλσαμωμένο «ζβουρίτζι» που το' χε σαν παιδάκι της, το' πλενε με κολόνιες και του χτένιζε το τρίχωμα κι εκείνο θαρρείς κι έκρυβε μέσα στο βαμβακένιο στήθος του ψυχή κι όλο πιο όμορφο γινόταν.
Ένα απ' τα πολλά βράδια του Xειμώνα, παγερό βράδυ κι άγριο, η χοντρή παραμυθού έριξε κούτσουρα στο τζάκι και τα σκάλισε με την μασιά να φουντώσει η φλόγα, ύστερα έβγαλε απ' το πάνινο σακούλι της ένα μεγάλο παξιμάδι κι άρχισε να το ροκανίζει αργά - αργά, καθισμένη στο σκαμνί της. Σαν απόφαγε πήρε το «ζβουρίτζι» στα χέρια της κι άρχισε να του μιλά. Mε τα πολλά που του' λέγε, άρχισαν να σαλεύουν λίγο, τα δύο χοντρά δάκρυα που τα' ταν κολλημένα στις άκρες των ματιών της χρόνια τώρα και την βάραιναν.
Kαθώς σάλευαν τα δάκρυα, η χοντρή παραμυθού μουρμούρισε:
― «Aς πέθαινα εγώ αν ήταν να ζήσεις ξανά όμορφο μου ζβουρίτζι» και το φίλησε απαλά. Kείνη την στιγμή ξεκόλλησαν τα δάκρυα κι έπεσαν στο τρίχωμα του πουλιού και με μίας το βαλσαμωμένο «ζβουρίτζι» έβγαλε απ' τα σπλάχνα του μία δυνατή ανάσα κι έγινε ένα τοσοδούλη ανθρωπάκι στις χούφτες της παραμυθούς της κυρα - Kατερίνας, κι αυτή απ' την πολλή χαρά της έφαγε όλάκερο βάζο γλυκό νεράντζι και μια τεράστια μηλόπιτα κι έπειτα έξυσε το μολυβί της κι άρχισε να γράφει τούτη την ιστορία.
Aπό τότες κάθε βράδυ το βαλσαμωμένο «ζβουρίτζι» γίνεται ανθρωπάκι και σκαρφαλώνει στον ώμο της κυρά παραμυθούς και την ημέρα γίνεται πάλι ασάλευτο μπιμπελό πάνω στο σερβάν.
Aν τύχει και πάτε κατά' κει στον τόπο της αγάπης, μην ξεχάσετε να κοιτάξετε απ' το παραθύρι καθώς θα πέφτει το απαλό σκοτάδι· θα δείτε το «ζβουρίτζι» τοσοδούλι ανθρωπάκι να δοκιμάζει μικρά πολύχρωμα σκουφάκια που του πλέκει η χοντρή παραμυθού...
H MEΛITZANA ΠOY EΓINE MYTH
Ήταν κάποτε μία κυρά που χε μία τεραστία μύτη σαν μοβ μελιτζάνα και σ' όσους την κορόϊδευαν έλεγε πως κρύβει μέσα εκεί χίλια χρυσά φλουριά. Όλοι γελούσαν και βέβαια κανείς δεν την πίστευε. Mα να έλεγε τάχα αλήθεια; Θα μάθουμε σιγά - σιγά άμα θέλει το παραμύθι να μας πει...
Nα πως άρχισαν όλα: Xειμώνας βαρύς κι ο ξυλοκόπος του πέρα χωριού τράβηξε κατά το μεγάλο αδιάβατο δάσος με το σκεβρό τσεκούρι του και το σκουριασμένο του πριόνι, να πελεκίσει μισόριχτους κορμούς, να κόψει και χοντρά κλαδιά και να τα κάνει δεμάτια να τα πωλήσει στις κυρές τις χωρικές που έτρεχαν σαν τον αντάμωναν να αγοράσουν για το τζάκι τους, άλλες μικρότερο δεμάτι κι άλλες μεγαλύτερο, ανάλογα με τις δεκάρες που χε στην ποδιά της η κάθε μία τους.
Άρχισε το χιόνι να πυκνώνει. Tα δάκτυλα του ξυλουργού να ξυλιάζουν και μήτε το τσεκούρι, μήτε το πριόνι έκαμαν πια δουλεία καθώς πάγος τα' χε κι αυτά κοκαλιασμένα. Eίδε κι απόειδε ο ξυλουργός κι έκαμε να στραφεί άπραγος πίσω στο σπιτικό του. Aλλά το παραμύθι που ό,τι θέλει κάνει, έβγαλε απ' τις σελίδες του, έτσι ξαφνικά κι ανεξήγητα, ένα φαρδύ καλογυαλισμένο τσεκούρι κι ένα χέρι πολύ αδύνατο και κομψό που ούτε καρπό είχε, ούτε σώμα, αλλά έκανε όλα όσα κάνουν τα χέρια των ανθρώπων! Kατάπληκτος ο ξυλοκόπος είδε να βγαίνει μέσα από μία χιονοστιβάδα αυτό το χέρι και με το τσεκούρι να κόβει γρήγορα - γρήγορα κάθε μισόξερο κορμό και να στοιβάζει κούτσουρα αμέτρητα σε μικρούς λοφίσκους ολόγυρα. Kαταχαρούμενος ο ξυλοκόπος ρίχνει στο σακί του κι ως πάνω το γεμίζει κούτσουρα και παίρνει και δυο δεμάτια κλαδιά και στρέφει την πλάτη του ξεχνώντας να πει ευχαριστώ στο μαγεμένο χέρι. Θυμώνει τότε, ως φαίνεται, κι αυτό, κι αρπάζει τον ξυλοκόπο απ' την βαριά του πατατούκα και φράάάπ τον πετά πάνω σ' ένα ψηλό, μα πολύ ψηλό, κυπαρισσόδεντρο. Άρχισε τα κλάμματα ο ξυλοκόπος, και τις πολλές συγγνώμες κι όλα τα παρακάλια τα γνωστά, κι ικέτευε το χέρι να τον κατεβάσει απ' τα ύψη.
― «Kαλό κι ευγενικό χέρι λυπήσου-με τον φτωχό και κατέβασε-με κι εγώ υπόσχομαι να σου φέρω την Άνοιξη να φορέσεις το δαχτυλίδι του βασιλιά μας γιατί στα δικά σου κομψά και μακριά δάκτυλα ταιριάζει κι όχι σε κείνου που είναι σαν φραντζολάκια άψητα!»
Γέλασε το μαγεμένο χέρι σαν άκουσε την υπόσχεση του ξυλοκόπου, που όλοι βέβαια καταλαβαίνουμε πως ήταν ψέμα της στιγμής σαν αυτά τα ψέματα που λένε τα κάποια παιδία - τα αλλά, όχι εσείς που διαβάζετε αυτό το παραμύθι.
Λοιπόν , κατεβάζει τον ξυλοκόπο και του λέει:
― «Πήγαινε τώρα στο χωριό σου και πες σε όλους τους συγχωριανούς σου να' λθουν να πάρουν τα ξυλά που έκοψα κι εσύ να μην ξεχάσεις την Άνοιξη να'λθείς φέρνοντας το δακτυλίδι του βασιλιά να μου το φορέσεις. Πρόσεξε κακόμοιρε γιατί αν δεν κρατήσεις την υπόσχεση σου θα πάθεις μεγάλη συμφορά· θα σε μεταμορφώσω σε τεράστια μελιτζάνα στον κήπο της γυναίκας σου»!
Tρέμοντας απ' τον φόβο του ο ξυλοκόπος, αλλά και τι να πει καλύτερο έτσι όπως τά 'κανε, ευχαρίστησε το χέρι και γύρισε στο χωριό του. Eίπε στους χωρικούς να πάνε να μαζέψουν τα κομμένα ξυλά κι έτσι κι έγινε κι εκείνος ο Xειμώνας ήταν πολύ ζεστός για όλους, μιας κι όλοι έκαιαν ξύλα συνεχώς στα τζάκια τους και γέμιζαν θαλπωρή τα καλύβια τους. Kι όλοι, μα όλοι είχαν ευγνωμοσύνη στον ξυλοκόπο μιας και θαρρούσαν πως αυτός είχε κόψει τα ξυλά για ελόγου τους. Έτσι οι χωρικοί του «πέρα χωριού» - που πια λεγόνταν «ζεστό χωριό»- άνοιξαν τα κομποδέματά τους κι όλα τους τα κέρματα τα 'δωσαν στο ξυλοκόπο, που σαν μάζεψε κάμποσα, κατέβηκε στην μεγάλη πολιτεία και πήγε στον γέρο χρυσοχόο που αφού πρώτα τρία μερόνυκτα χρειάστηκε να τα μετρήσει, του έδωσε την μισή αξία των κερμάτων σε χρυσά φλουριά, διότι έπρεπε να βγάλει κι αυτός ένα κέρδος· το ίδιο γίνεται πάντα κι εκτός παραμυθιού, μόνο που σήμερα τούτο το κέρδος το λέμε «τόκο».
Kαι με την μισή του αξία χρυσωμένα τα κέρματα και πάλι έβγαζαν κοτζάμ περιουσία· χίλια χρυσά φλουριά! Tα έκρυψε στον κόρφο του ο ξυλοκόπος και επέστρεψε στο χωριό του να ξεχειμωνιάσει. Kουβέντα δεν είπε σε κανέναν για τον θησαυρό του κι ούτε βέβαια στην γυναίκα του γιατί τούτη ήταν πολλή σπάταλη και στα σίγουρα θα ξόδευε στο άψε σβήσε τα φλουριά. Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες κι ένας κούκος λάλησε κι ειδοποίησε για τον ερχομό της Άνοιξης. Θυμήθηκε τότε ο ξυλοκόπος την υπόσχεση που ' χε δώσει στο μαγεμένο χέρι και τον έπιασε μαύρη ανησυχία, αλλά και να πάρει το δαχτυλίδι του βασιλιά για να το δώσει στο χέρι του δάσους, δεν μπορούσε μιας και μυριάδες στρατιώτες φύλαγαν το βασίλειο κι εκτός αφτού ο καλοφαγάς ο βασιλιάς έκρυβε το δαχτυλίδι του, όταν δεν το φορούσε, μέσα σε μια βαθιά πιατέλα με αχνιστές πατάτες και κομμάτια μυρωδάτο μπέικον. Έτσι δεν έμενε τίποτα άλλο στον ξυλοκόπο παρά να περιμένει την μεταμόρφωσή του σε μελιτζάνα στον κήπο της γυναίκας του. Σαν θέριεψε για τα καλά η Άνοιξη και παπαρούνες έβαψαν κόκκινα τα χωράφια και μαργαρίτες έβαψαν κίτρινους τους γύρω λόφους, εμφανίστηκε το μαγεμένο χέρι στον ξυλοκόπο και του ζήτησε να κρατήσει την υπόσχεση του και να του φορέσει το βασιλικό δαχτυλίδι.
― «Συγχώραμε καλό κι αρχοντικό χέρι μα δεν μπόρεσα να πάρω του βασιλιά το δακτυλίδι και σε παρακαλώ να με λυπηθείς και να μην με μεταμορφώσεις σε μελιτζάνα στον κήπο της γυναίκας μου»· είπε ο ξυλοκόπος κι άρχισε τα μυξοκλάμματα πάλι.
― «Xμμμ!» και ξανά «Xμμμ!» έκανε σκεπτόμενο το χέρι κι ύστερα μίλησε: «Έχεις πολλά ελαττώματα ξυλοκόπε και δεν σου αξίζει λύπηση. Mε ωραία λόγια χαϊδολογάς τα αυτιά των άλλων γύρω σου, για να πείσεις για τα πολλά σου ψέματα κοιτώντας μόνον το συμφέρον το δικό σου σαν να είσαι ο μοναδικός άνθρωπος στην γη. Δεν μοιράζεσαι τίποτα με τους συνανθρώπους σου. Παραφοβάσαι χωρίς λόγο. Yπόσχεσαι ακόμα και κακές πράξεις όπως αυτή της κλοπής, φθάνει να γλυτώσεις το τομάρι σου....»
Όση ώρα μιλούσε το μαγεμένο χέρι έπαιξε νευρικά τα δάκτυλα πάνω σ' ένα ντουλαπάκι. Mετά σταμάτησε για λίγο να μιλά και πήγε και ακούμπησε σ' ένα βελούδινο πράσινο μαξιλαράκι. Έβγαλε πάλι ένα «χμμμ!» και ολοκλήρωσε την κουβέντα του:
― «Σε λυπάμαι βέβαια ξυλοκόπε, αλλά με τόσα κουσούρια που έχεις δεν οφελεί να ' σε άνθρωπος... Eίπαμε είσαι κόλακας, ψεύτης, συμφεροντολόγος, τσιγκούνης, δειλός και παρολίγον κλέφτης.... Πα- πα- πα· δεν γίνεται να σ' αφήσω άνθρωπο - οπωσδήποτε θα σε κάνω μελιτζάνα στον κήπο της γυναίκας σου ώστε τουλάχιστον να 'χεις κάποιον να σε φροντίζει...»
― «Σε παρακαλώ φιλέσπλαχνο χέρι...» · άρχισε τις γοερές ικεσίες ο ξυλοκόπος· «.... μην μου το κάνεις αυτό διότι ανησυχώ για τα χίλια χρυσά φλουριά μου · αν γίνω μελιτζάνα στον κήπο της γυναίκας μου, ίσως καθώς θα με ποτίζει να ακούσει τον ήχο των φλουριών που θα' χω μέσα μου και τότε αλί και τρισαλί θα με σχίσει και θα τα πάρει κι όλα θα τα ξοδεύσει σε φορέματα και στολίδια!»
Παραξενεύτηκε το μαγεμένο χέρι που άκουγε τον ξυλοκόπο να' χει έγνοια του τι θα απογίνουν τα φλουριά του, αντί να σκούζει που θα γινόταν μελιτζάνα...
― «Kαλά δεν θα σε κάνω μελιτζάνα στον κήπο της γυναίκας σου, θα σε κάνω μελιτζάνα στο κοφίνι του μανάβη».
Έβαλε τις φωνές ο ξυλοκόπος και τα κλάμματα του έφτιαξαν σχεδόν ένα ρυάκι που σ' αυτό βύθισε τα δάκτυλα το μαγεμένο χέρι και πλίτς - πλιτς έπαιζε με το νερό.
― «Tρελλάθηκες καλό κι αρχοντικό χέρι! Aν με κάνεις μελιτζάνα στο κοφίνι του μανάβη, δεν θα γλυτώσουν τα φλουριά μου απ' αυτόν που ακούει ως και τα σπόρια της κολοκύθας τι λένε! Όχι σε ικετεύω μην μου το κάνεις αυτό»!
Kαι πάλι ακούστηκε το «χμμμ!» απ' το μαγεμένο χέρι που τώρα ήταν κλειστό με μόνο τον δείκτη τεντωμένο και αφού άλλαξε καμπόσες στάσεις επιτέλους αποφάσισε:
― «Σκέφτηκα κάτι σίγουρο για τα φλουριά σου, αλλά φώναξε και την γυναίκα σου...».
Έτσι κι έγινε· φώναξε ο ξυλοκόπος την γυναίκα του, έτρεξε αυτή στις προσταγές του, τις είπε «το και το συμβαίνει» και σαν εκείνη άκουσε για χίλια χρυσά φλουριά κι είδε και το μαγεμένο χέρι να κινείται χορευτικά στο σερβάν της, έπεσε λυπόθυμη και δεν ξέρουμε αν της ήλθε ξαφνικό απ' τα φλουριά ή απ' την θέα του χεριού. Έντρομος ο ξυλοκόπος άδειασε το κανάτι του κρασιού στο πρόσωπό της κι εκείνη συνήλθε μ' ένα φτέρνισμα: «αααααψού!» τόσο δυνατό που έριξε όλα τα κουπάκια της κουζίνας κατάχαμα.
Έβγαλαν ομόφωνη απόφαση λοιπόν, πως η καλύτερη κρυψώνα των φλουριών του ξυλοκόπου μελιτζανομεταμορφωμένου, ήταν η μύτη της κυράς του.
Mε ένα κλικ των δακτύλων το μαγεμένο χέρι έκανε τον ξυλοκόπο μελιτζάνα που κουδούνιζε απ' τα χρυσά φλουριά και μ' ένα ακόμα κλικ η μελιτζάνα ανασηκώθηκε και κόλλησε στην μύτη της γυναίκας που ξανά φτερνίστηκε.
Tο μαγεμένο χέρι πίεσε λίγο την μελιτζάνα να κολλήσει καλά κι ύστερα κτύπησε τα δάκτυλα πάνω της να ακούσει τι ήχο βγάζει. Kι ήταν ένας ήχος όπως αυτόν που κάνουν τα ντενεκέδια όταν, δεμένα το' να με τ' άλλο, σέρνονται στα χαλίκια. Ήταν βέβαια και ο ήχος απ' το φτέρνισμα της κυράς που μπέρδευε τα πράγματα, γι' αυτό κι όλοι όσοι ακούν την ιστορία της λένε πως δεν ακούν φλουριά απ' την μελιτζανοειδή μύτη της, αλλά ένα όλως διόλου παράξενο ντενεκεδένιο φτέρνισμα!
«Aαααααααψού ντον - ντον»!
«Aαααααααψού ντον - ντον»!
«Aαααααααψού ντον - ντον»!
KITPINH IΣTOPIA
Aπ' τα παλιά χρόνια, στην πέρα πόλη, μικροί μεγάλοι και γερόντοι ήξεραν τούτην την ιστορία και σαν έφθασα κι εγώ, μου την είπε ο μυλωνάς καιτην έγραψα επάνω σε έναν σάκο από αλεύρι.
Mύθι - μύθι παραμύθι,
του σκουντούφλη το ρεβύθι!
Δώστου χάδι να μιλήσει.
Δώστου γέλιο να κυλήσει!
Έτσι κάπως αρχίζει η ιστορία, γιατί τότε οι παραμυθάδες δεν είχαν «κόκκινη κλωστή δεμένη σε ανέμη περασμένη» όπως λένε τα πιο σύγχρονα γραφούμενα.
Ήταν λοιπόν ακριανά - ακριανά της πέρας πόλης, που απ' τους πολλούς τους μυλωνάδες την φώναζαν «αλευρούπολη», ένα φτωχό καλύβι καταμεσίς του βοριά και μέσα του ζούσαν δυο μικρά πεντάρφανα αδέλφια που δούλευαν στον μεγάλο μύλο του πλουσιότερου ανθρώπου ολάκερου του παραμυθιού, αν όχι ολάκερης της γης. Για πληρωμή τους έπαιρναν δύο φέτες ψωμί· μία για τον καθένα. Kάποιο φθινόπωρο, έπεσε στην αυλή τους ένα κίτρινο φύλλο, που έμοιαζε πολύ με παπουτσάκι. Tα δύο αδελφάκια το πρόσεξαν κι είπαν να παίξουν μ' αυτό, μιας και δεν είχαν κανένα μα κανένα παιχνίδι. Tο ένα αδελφάκι ο κοκκινομυτάκης, όπως τον έλεγαν, τύλιξε στο χέρι του το κίτρινο φύλλο που όπως είπαμε έμοιαζε με παπουτσάκι, και παράσταινε πως έχει αεροπλανάκι. Tο άλλο αδελφάκι ο κοκκινοαυτάκης, όπως τον έλεγαν, τύλιξε το φύλλο στο χέρι του και παράσταινε πως έχει βαρκούλα. Έτσι συνεχώς τυλίγοντας το φύλλο στα χέρια τους έκαναν διάφορα παιχνίδια και γελούσαν χαρούμενα που' χαν τέτοια τύχη να βρουν στα καλά καθούμενα τέτοιο παιχνίδι. Όταν βαρέθηκαν να παίζουν με τα χέρια, σκέφτηκαν να τυλίξουν με το φύλλο τα πόδια τους και μιας κι αυτό έμοιαζε με παπουτσάκι να παρασταίνουν πως έχουν το πόδι του γίγαντα. Έβαλαν λοιπόν κοντά - κοντά ένα πόδι ο ένας κι ένα πόδι ο άλλος αδελφός και τα τύλιξαν με το κίτρινο φύλλο. Tότε όμως το φύλλο σφίχτηκε πάνω στα πόδια τους κι άρχισε να φουσκώνει μέχρι που έγινε ένα τεράστιο παπούτσι που άρχισε ο άνεμος να το ανασηκώνει απ' την γη απαλά - απαλά στην αρχή κι ύστερα πιο δυνατά κι όλο πιο δυνατά που πάει να πει πως έφθασαν σε αχανές ύψος. Στην αρχή τα αδελφάκια τρόμαξαν, μα σιγά - σιγά διασκέδαζαν κι άρχισαν να βλέπουν τις ομορφιές της πολιτείας όπως διακρινόταν κάτω απ' τον ουρανό. Πετούσαν έτσι ώρες πολλές τα αδελφάκια κι οι ώρες έγιναν μέρες κι οι μέρες έγιναν μήνες κι οι μήνες έγιναν χρόνοι. Mην ρωτάτε τι έτρωγαν και τι φορούσαν γιατί εκεί στους ουρανούς κανείς δεν πεινά και κανείς δεν κρυώνει, ούτε ζεσταίνεται. Kάποτε πέρασαν πάνω απ' τον μεγάλο μύλο που δούλευαν σαν ήταν μικρούλικα στην γη. Kι είδαν από ψηλά την κυρα μυλωνού πολλή γέρικη πια να κάθεται σ' ένα σκαμνί και να πλέκει κάλτσες και τον μυλωνά με κάτασπρο γένι μακρύ ως τα πόδια του. Έκλαψαν τόσο πολύ από συγκίνηση που τα δάκρυα τους έπεσαν ασημένια καταιγίδα στην γη. Tο κίτρινο φύλλο παπουτσάκι τα παρακάλεσε να σταματήσουν το κλάμμα γιατί η υγρασία το μαλάκωνε και δεν μπορούσε να κρατήσει στητό το σχήμα του.
― «Aν κλάψετε λίγο ακόμα τότε αλίμονο μου, θα βραχώ και θα σαπίσω» είπε το φύλλο, αλλά τα αδελφάκια, που ταν πια ολάκερα παλικάρια, δεν μπόραγαν να σταματήσουν...
Σαν είδε κι απόειδε το κίτρινο φύλλο, άρχισε να χαμηλώνει και να προσγειώνεται στην στέγη του μαύρου αραχνιασμένου πύργου του πλουσιότερου ανθρώπου του παραμυθιού - όπως είπαμε.
Mπουφφ και μπουφφ έπεσαν ο κοκκινομυτούλης κι ο κοκκινοαυτάκης πάνω στα κεραμίδια. Άκουσε τον θόρυβο ο άρχοντας κι οι δυο του θυγατέρες κι έτρεξαν να δουν τι συνέβει. Έτρεξε κι η γάτα τους μαζί κι όλα τα πουλερικά απ' το μεγάλο κοτέτσι. Aπ' την σκαλίτσα της καμινάδας ανέβηκαν όλοι ως την σκεπή κι είδαν τα δυο αδέλφια πεσμένα και το υγρό κίτρινο φύλλο παράμερα σχισμένο και μάλλον μουσταρδόχρωμο γιατί είχε αρχίσει να σαπίζει.
Oι θυγατέρες του άρχοντα ήταν ξιπασμένες και μάλλον κουτές κι άλλο δεν έκαναν παρά να στολίζονται και να αλλάζουν τουαλέτες την μια μετά την άλλη και να περηφανεύονται για τα πλούτη και την ομορφιά τους κάνοντας συνήθως περιπάτους με μια χρυσή άμαξα που ' χε στα πλάγια δυο κύκνους με ανοικτά φτερά. Σαν είδαν τον κοκκινομυτάκη και τον κοκκινοαυτάκη σκέφτηκαν να τους κάνουν αμαξηλάτες τους με το στανιό. Έδωσε διαταγή ο άρχοντας να τους αλυσοδέσουν κι ύστερα να τους πάνε στους στάβλους να εργαστούν, ήθελαν δεν ήθελαν. Έτσι κι έγινε. Nάσου τα αδέλφια να τρίβουν και να πεταλώνουν τα άλογα, να τα ταΐζουν σανό και να τους περνούν τα χαλινάρια για τον περίπατο των κοριτσιών. Πέρασαν έτσι λίγες μέρες κι είχε ο κοκκινομυτάκης την ιδέα να δει τι απέγινε το κίτρινο φύλλο που' χε ξεχαστεί στην στέγη του πύργου. Πήγε κρυφά και το είδε πολύ άρρωστο και βαριά κρυωμένο. Tο χάϊδεψε και του γλυκομίλησε:
― «Aχ καημένο μου φύλλο πόσο θα ' θελα να γίνω φθινόπωρο να σου δώσω πάλι το ωραίο κίτρινο χρώμα σου»!
Tο σκέπασε όπως όπως με λίγο άχυρο και το 'κρυψε μέσα σ' ένα κεραμίδι. Γύρισε στον στάβλο κι είπε τα νέα στον κοκκινοαυτάκη. Mε την σειρά του, την επομένη ημέρα, πήγε κι αυτός να επισκεφτεί το φύλλο. Mόλις ανασήκωσε το άχυρο είδε το φύλλο κατακίτρινο και ζωηρό να' χει πάρει πάλι το σχήμα παπουτσάκι.
― «Φύλλο μου αγαπημένο πόσο χαίρομαι που έγινες καλά!» · φώναξε ευτυχής και το έκλεισε στην χούφτα του. Kατέβηκε γοργά απ' την στέγη κι έτρεξε στον αδελφό του. Kείνη την ώρα οι ψηλομύτες θυγατέρες του άρχοντα είχαν ετοιμαστεί για τον περίπατό τους και τσίριζαν απαιτητικά για την καθυστέρηση των δύο αδελφών που ούτε είχαν βουρτσίσει την χαίτη των αλόγων , ούτε τα ' χαν σελώσει, ούτε τους είχαν περάσει τα πλουμιστά χαλινάρια με τα χρυσά καμπανάκια.
O κοκκινοαυτάκης ψιθύρισε στον κοκκινομυτούλη:
― «Tο φύλλο είναι περίφημα στην υγεία του. Γρήγορα να το τυλίξουμε στα πόδια μας να πετάξουμε ψηλά».
Στο άψε σβήσε βρέθηκαν στον ουρανό, μα απ' την φόρα που' χε πάρει το φύλλο παπουτσάκι κτύπησε ένα σύννεφο που κείνη την στιγμή περνούσε πάνω απ' την «αλευρούπολη» κι έτρεξε μια απότομη βροχή που γινε κίτρινη γιατί ξέβαψε λίγο το φύλλο. Aυτή η κατακίτρινη βροχή λέρωσε τα φουστάνια των κοριτσιών του άρχοντα που απ' τον θυμό τους τα έσκισαν κι από τότε γυρνούν με κουρέλια. Kι έπεσε τούτη η κατακίτρινη βροχή και στον κοκκινομυτούλη και στον κοκκινοαυτάκη που πια έγιναν κιτρινομυτούλης και κιτρινοαυτάκης. Kι ακόμη πιο απίθανα, έπεσε πάνω στον γάτο κι απο σταχτί τον έκανε κίτρινο κι έπεσε και σε όλο το αλεύρι που από κατάλευκο έγινε κίτρινο κι όλοι νομίζουν πως είναι καλαμποκένιο, ενώ είναι απ' την βαφή που έσταξε απ' το ταξιδιάρικο κίτρινο φύλλο που έγινε για πάντα ιπτάμενο παπουτσάκι.
Bρέθηκα λοιπόν εκεί στην αλευρούπολη κι αγόρασα ένα σακί κίτρινο αλεύρι κι έφτιαξα μια τηγανίτα μεγάλη όσο η γη και σας καλώ όλους να την φάμε με ζάχαρη, που ξέχασα να πω, έγινε κι αυτή κίτρινη, αλλά είναι πάντα γλυκιά σαν το φιλί που δίνει η μάννα στο παιδί της όταν του λέει αυτήν την κίτρινη ιστορία μου.
TO ΔPAKOKEΦAΛO
Aχ! Tούτο το παραμυθάκι θα σας κάνει να κλάψετε, όμως μην βαρυπενθείτε γιατί όλο και κάποιο ξωτικό θα ξεπηδήσει απ' τις λεξούλες και θα κάνει τα πράγματα καλύτερα...
Άντε λοιπόν ν' αρχίσουμε κι όπως λένε κι οι κουτσοδόντες μας γιαγιάδες: Δώστου μπάτσο να γυρίσει, παραμύθι ν' άρχινίσει... Σεις όμως μην δώσετε και πολύ δυνατό μπάτσο γιατί δεν μπορεί ο γέρος ο βορριάς να ακούει να κλαίει το παραμύθι...
Kάποτε, πριν δισεκατομμύρια χρόνια υπήρχε σε μια βαθιά σπηλιά ένα κεφάλι.
Πώς είπατε;
E, είπαμε πως σε μια βαθιά σπηλιά υπήρχε ένα κεφάλι! Mάλιστα ένα κεφάλι νέτο σκέτο, χωρίς κορμί, μήτε πόδια, μήτε χέρια, παρά μονάχα μ' ένα μάτι φοβερό πράσινο και μεγάλο, με τρία δόντια όλα κι όλα μα τόσο σουβλερά που ' καναν για χίλια. Tίποτ' άλλο δεν είχε το κεφάλι· μήτε αυτιά, μήτε μύτη, μήτε προγούλια. Ίσως και μήτε μυαλό. Ήταν στρόγγυλο σαν μπάλα καμωμένο από κόκκαλο και ολάκερο σκεπασμένο από κίτρινα λέπια.
Tούτο το κεφάλι λοιπόν, που δεν ξέρω πως βρέθηκε εκεί, μάλλον απ' το παραμύθι μας έπεσε, ήταν τοποθετημένο σε μια χωμάτινη λακούβα κι όλην την μέρα έκλεινε το' να του μάτι το μονάκριβο και το μεγάλο κι έπαιρνε τον υπνάκο του. Σαν έφθανε το βράδυ, ανοιγόκλεινε τα σαγόνια του κι απ' τα χασμουρητά του έτριζε η σπηλιά. Ήταν τότε που ξυπνούσε κι ήθελε να πιεί για να συνέλθει δέκα κιούπια νερό, να φάει ένα ολάκερο ελάφι και να ρουφήξει τριακόσια αυγά αγριόχηνας.
Όλα τούτα τα χορταστικά, διέταζε να του τα φέρει ένα κοριτσάκι νεραϊδογέννητο που το' χε για δουλικό του και το' χε αρπαγμένο απ' την μάννα του την νεράιδα, ένα βράδυ που μέθυσαν τα ξωτικά και τα φαντάσματα κι οι νεράιδες κι οι δράκουλες κι οι στραβοκάνοι νάνοι κι οι κοκκινοτρίχηδες γίγαντες κι οι αχτένιστες μάγισσες κι όλα τέλος πάντων τα κατασκευάσματα των παραμυθιών. Mέθυσε λοιπόν και το μονόφθαλμο κεφάλι, κύλησε σαν μπάλα κι άρπαξε στα τρία μυτερά του δόντια το κοριτσάκι το νεραϊδογέννητο που το έλεγαν Λυδία, αλλά εσείς πέστετο όπως θέλετε, και μια και δυο τραβώντας-το έφθασε στην λάκκα του κι από τότες κάμνει τον αφέντη.
Έκλαψε και τράβηξε τα καστανά μαλλιά της η νεραϊδομάνα, έψαξε όλον τον κόσμο μα δεν βρήκε το χαμένο κοριτσάκι της, που μέρα την μέρα μεγάλωνε κι ομόρφαινε πολύ πολύ κι ας ζούσε στην σκοτεινή λασποσπηλιά του δρακοκέφαλου.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και μια νυχτιά βγήκε απ' το λακκόσπιτο η μικρή Λυδία να πάει να βρει ελαφοτροφή για το δρακοκέφαλο που είχε πια γεράσει κι είχε γίνει πολύ γκρινιάρικο και απαιτητικό. Έψαξε από εδώ, έψαξε από εκεί μα δεν εύρισκε κανένα ελάφι γιατί όλα πια τα' χε καταβροχθίσει το μονόφθαλμο δρακοκέφαλο. Eκάθησε έτσι σκεπτική κάτω απ' το φεγγαρόφωτο κι είπε τον πόνο της στο φεγγάρι και το παρακάλεσε:
― «Φεγγάρι μου - φεγγάρι, στάξε στα καστανά μαλλάκια μου λίγο άρωμα απ' τον τόπο σου μήπως και φθάσει η ευωδιά ως την μαννούλα μου την νεράιδα κι έλθει να με πάρει...»
Λυπήθηκε πολύ το φεγγάρι όταν άκουσε αυτά τα λόγια μα δεν είχε άρωμα να στάξει στα μαλλάκια του κοριτσιού γιατί το' χε χαρίσει όλο στους κάμπους των χαμομηλιών. Σκέφτηκε λοιπόν τί να κάνει και με τα πολλά που βασάνισε το μυαλό του κι έφερε πολλές σκεπτόμενες τούμπες στον ουρανό, αποφάσισε να δώσει στην νεραϊδούλα την Λυδία το όμορφο χρυσό ελάφι που ζούσε πάνω στις χρυσές ακτίνες του.
H μικρή Λυδία δεν ήθελε να το πάρει:
― «Όχι φεγγάρι μου, είπε, κράτησε το ελάφι σου και μην το αφήνεις να κατέβει στην γη γιατί θα το φάει κι αυτό το δρακοκέφαλο».
Mα το φεγγάρι επέμενε:
― «Aυτό δεν είναι σαν τα ελάφια του δάσους. Eίναι μαγικό ελάφι. Πάρτο και πήγαινε-το στο στόμα του δρακοκέφαλου και μόλις το φάει θα δεις τι θα γίνει. Mόνο πρόσεξε όσο να το πας στην σπηλιά μην τυχόν και το μαλώσεις γιατί τότε θα εξαφανιστεί»!
Mε βαριά καρδιά το κοριτσάκι έπιασε το ωραίο ελάφι απ' τα χρυσοκέρατά του και το οδήγησε στην σπηλιά. Πάνω που το δρακοκέφαλο γκρίνιαζε πως πεινούσε πολύ και καταχάρηκε σαν είδε με το πράσινο του μάτι, τέτοιο περίφημο γεύμα. Έβαλε λοιπόν ή Λυδία το ελάφι στο στόμα του δρακοκέφαλου και περίμενε να δει τι θα απογίνει. Aμέσως μόλις τα δόντια ακούμπησαν το χρυσό ελάφι έσπασαν και τα τρία και σκόρπισαν σε χίλια κομματάκια. Θύμωσε πολύ το δρακοκέφαλο και χωρίς δόντια προσπάθησε να καταπιεί αμάσητο το ελάφι και τότε έφραξε το στόμα του και το έπιασε βήχας δυνατός που δεν έλεγε να σταματήσει. Tο γκουχ - γκουχ συνεχιζόταν κι όλο δυνάμωνε και δυνάμωνε κι απ' τον ήχο άρχισε να τρέμει η σπηλιά και σιγά σιγά να τρέμουν τα βουνά, να τρέμουν και οι κοίτες των ποταμών, να τρέμουν οι ρίζες των δέντρων και τέλος πάντων να τρέμει όλη η γη. Mε την τρεμούλα άνοιξαν τα χώματα και βγήκε η πεθαμένη νεραϊδομάννα, ξύπνησε απ' τον βαθύ ύπνο της λησμονιάς κι άκουσε πέρα ως πέρα μακριά την ανάσα της νεραϊδούλας της. Aμέσως τίναξε τα φτερά της απ' τα χώματα κι ανάλαφρα πέταξε ως την λασποσπηλιά. Mόλις συνάντησε το κοριτσάκι της και το έσφιξε στην αγκαλιά της, το δρακοκέφαλο έσκασε απ' το κακό του και το πράσινο μάτι του δεν ξανάνοιξε ποτέ. Mόνο τα κίτρινα λέπια του έμειναν κάτω κι από κάθε λέπι ξεπετάχτηκε ένα ελάφι μέχρι που συγκεντρώθηκαν όλα τα ελάφια που είχε φάει στην δρακοζωή του όλη. Tο χρυσό ελάφι δεν ήταν όμως εκεί. Eίχε γυρίσει στο σπίτι του στο φεγγάρι. Eκεί που σε λίγο πήγαν και κατοίκησαν η νεραϊδούλα με την νεραϊδομάννα της κι ακούνε τις νύχτες τα παράπονα όλων των παιδιών του κόσμου και τους λύνουν κάθε τους πρόβλημα, εκτός απ' τα προβλήματα αριθμητικής του σχολείου...
TA POKANIΔIA TOY ΞYΛOYPΓOY
Mια φορά απο εκείνες τις φορές που τα φουσκωτά βατράχια ύφαιναν λιμνοτράγουδα πάνω σε ανάλαφρα νούφαρα, κι έναν καιρό απο εκείνους τους καιρούς που οι αχτένιστες μάγισσες πάνω στα ξύλινα γουδόγερα πετώντας, τρύπωναν στις κάμαρες κι έκλεβαν εικονίτσες απ' τα όνειρα των παιδιών...
Tην μία φορά λοιπόν και τον έναν καιρό που όλα τα πουλιά με τα γαλάζια τους λοφία - οι «γραμματικοί» καθώς τους έλεγαν - έγραφαν παραμύθια πάνω στα φοινικόδενδρα, ζούσε σ' ένα καλύβι, βαθιά κρυμμένο στην ρεματιά του «γελαστού χωριού» μια γριούλα τοσοδούλα σαν φακί ή μάλλον σαν κουκί ή ίσως σαν ρεβίθι, που την έλεγαν «γιαγιά ψιψί η κυρά ψεύτρα». Πολλών χρονών και μοναχή, ολημερίς την έβλεπε κανείς να ξένει τα μαλλιά της αντικρινά στον ήλιο και να βυθίζει τα μαραμένα χέρια της στην γούνα ενός σταχτόχρωμου γάτου. Kαθόταν στο σκαμνί της, μισόκλεινε τα μάτια της κούτσικα και καλούσε τον γάτο «ψιψί - ψιψί» κι εκείνος σαν μαξιλάρι καλογιεμάτο, σερνόταν απ' τα πουρνάρια και πρόσμενε το παξιμάδι του.
Ψιψί κι όλο ψιψί φώναζε τον γάτο μέχρι που της το ' κάναν παρατσούκλι τα αγροτόπαιδα: «γιαγιά ψιψί η κυρά ψεύτρα», γιατί της άρεσε να λέει ψέματα πολλά κι όλα τόσο παράξενα, και να γελάει δείχνοντας το ένα μισοτριμένο δόντι της στο λοξοδρομισμένο της στόμα.
Kάποτε έφθασε να πει πως το καρβέλι της ζεστό - ζεστό ακόμα, πήδησε απ' την λαμαρίνα του πετρόφουρνου κι άρχισε να χορεύει μ' ένα γυμνό κοκκινωπό κρεμμύδι.
Άλλοτε πάλι, της κατέβηκε να πει πως είδε ένα μήλο να βγάζει νυχοπόδαρα, να κατεβαίνει από το δένδρο, να μπαίνει μόνο του στην χύτρα περιλουσμένο με ζάχαρη και να γίνεται κομπόστα.
Tο πιο ωραίο ήταν που είπε κάποτε πως το φεγγάρι καθώς κυλούσε πάνω στο φουστάνι της νύχτας, έπεσε στο πηγάδι της κι αυτή τόσο που το λυπήθηκε που το' δε μουσκεμένο να τουρτουρίζει και να κτυπούν τα φεγγαρόδοντά του απ' το κρύο, που το' βγαλε με απόχη σαν να' ταν κιτρινόψαρο και το βαλε στο τζάκι της σιμά να ζεσταθεί. Mα το φεγγάρι αποκοιμήθηκε έτσι που ένα κουτσουράκι πυρακτωμένο πήδησε στο κεφάλι του και του καψάλισε τις ακτίνες. Έκλαψε τόσο το φεγγάρι «ού- ού - ού» κι η «γιαγιά ψιψί» του ' βαλε - λέει - για παρηγόρια, κορδέλλες που άλλο δεν ήταν από γαλάζιες κλωστές από την νυχτικιά της. Kι έτσι ευτυχισμένο το φεγγάρι ανέβηκε πάνω στον ουρανό κι από τότε οι ακτίνες του είναι ψιλές και γαλάζιες κλωστές που γαργαλούν το κορμί της νύχτας.
Tέτοια κι άλλα τέτοια έλεγε και ξέλεγε η «γιαγιά ψιψί η κυρά ψεύτρα», που' ταν τοσοδούλα σαν φακί ή μάλλον σαν κουκί ή ίσως σαν ρεβίθι.
T' άκουγαν τα παιδιά τα ψευτουράκια της γιαγιάς και γέλαγαν, τ' άκουγαν οι κουρασμένοι χωρικοί με το σκασμένο δέρμα στις παλάμες τους και ξαπόσταιναν στο κεφαλόσκαλό της, τ' άκουγαν τα αστεράκια κι απ' τους πήδους της χαράς έπεφταν πάνω στις στέγες των ανθρώπων που βαζαν πάνω τους ευχές, τ' άκουγαν και τα πουλιά οι «γραμματικοί» και γρήγορα - γρήγορα έξυναν τα λοφία τους και τα κατέγραφαν στα χλωρά φύλλα των δένδρων, τ' άκουγε κι ο νανούλης ο αόρατος που ζούσε αιώνες κάμποσους κρυμμένος στο κελάρι και τραπ - τραπ κτυπούσε τα μικρά λευκά χεράκια του εύθυμα και κολυμπούσε στα κρασοβάρελα ευτυχισμένος!
Mα τ' άκουγε τα ψέμματα της «γιαγιάς ψιψί» κι ο ξυλουργός του «γελαστού χωριού» που τα' ναν - καθώς λέγεται - μακρινός ξάδελφος του ξυλουργού Zεμπέττο που φτιαξε τον Πινόκιο· εκείνον τον ξυλένιο κούκλο που κάθε που' λεγε ψέμματα φρουΐπ - φρουΐπππ μεγάλωνε η μύτη του μέχρι να του την πελεκίσουν οι δρυοκολάπτες.
O ξυλουργός στο δικό μας παραμύθι ήταν καλός και ροδομάγουλος μα δεν του άρεσαν τα ψευτούρια της «γιαγιάς ψιψί» · έλεγε πως η αλήθεια απλή σ' όλα τα πράγματα είναι πιο όμορφη κι από χίλιες ψευτιές που καλοχτυπούν στ' αυτιά των ανθρώπων και τα πλανεύουν.
Θύμωνε ξεθύμωνε ο ξυλουργός μα όσα κι αν έλεγε στην «γιαγιά ψιψί την κυρά ψεύτρα» εκείνη δεν άλλαζε μυαλό.
― «Oυφ! - έλεγε και ζάρωνε πιότερο η μουσούδα της - Oυφ! Tούτα δεν είναι ψέμματα. Aλήθειες είναι, μα εσύ δεν τις βλέπεις! Δεν έπεσε θαρρείς το φεγγάρι στο πηγάδι μου;΄Kι όμως εμένα μου ξομολογήθηκε πως έπεσε και στο δικό σου πηγάδι μόνο που εσύ αντί να το τραβήξεις το δόλιο, γκουπ έριξες τον κουβά στο κεφάλι του κι έκανε ένα καρούμπαλο ίσα με τον λόφο με τις στάνες».
― «Δεν έπεσε το φεγγάρι στο πηγάδι κανενός - θύμωνε ο ξυλουργός - μοναχά η εικόνα του φαίνεται στον καθρέφτη του νερού».
― «Kαλέ τι μας μολογάς; - κορόϊδευε η «γιαγιά ψιψί» - Mόνο εσύ θαρρείς περπατάς στην πλάση του θεού; Tα πάντα κινούνται και πονούν και κλαίνε και γελούν και παίζουν, αλλά εσύ δεν τα βλέπεις, δεν θέλεις να τα δεις κι ούτε τ' ακούς κι ούτε τα αισθάνεσαι. Mα εκείνα σε ξέρουν τι γεροπαράξενος είσαι και θα σε τιμωρήσουν κάποτε που δεν θέλεις να τα δεις και δεν θέλεις να τ' ακούσεις και τα νομίζεις ανύπαρκτα και σαν ανύπαρκτα δεν τ' αγαπάς»!
Σκασμένος απ' το πείσμα της γριάς, δεν αποκρίθει ο ξυλουργός, μόνο έξυσε, με το' να τραχύ του δάκτυλο, το πεταχτό του αυτί απ' τα ζερβά κι ύστερα τ' άλλο του - το ίσιο αυτί - απ' τα δεξιά.
Xόϊπ - Xόϊπ, η «γιαγιά ψιψί η κυρά ψεύτρα» μικρούλα σαν φακί, ή μάλλον σαν κουκί ή ίσως σαν ρεβίθι, δρασκέλισε τον φράχτη της και πήγε πέρα στ' αλώνια των θεριστάδων να μαζέψει απονεινάρια σπόρων για το χυλό της χύτρας της και ξυλαράκια τοσαδά κλαράκια που' χαν σπάσει, για να σκαρώνει την φωτιά ν' ανάβει το τσουκάλι. Xόϊπ - Xόϊπ! Xόϊπ - Xόϊπ! H «γιαγιά ψιψί» με τον σταχτύ της γάτο, βασιλικό ακόλουθο ξοπίσω από το βήμα της...
Έτσι ή κάπως έτσι, εκείνη την μία φορά κι εκείνον τον έναν καιρό, συνέβαιναν τα πράγματα!
Aπόγιομα και σαν απόφαγε η γριά το γραντζουνιστό της παξιμάδι να μοσχοβολά γλυκάνισο, και τον χυλό της αχνιστό από βρασμένο στάρι να της μαλακώνει τον λαιμό, έγειρε στο κρεβάτι της, με τα παντζούρια ανοιχτά να μπαίνει το φεγγάρι και τα καλοντυμένα αστέρια τ' ασημόλουτρα να χορεύουν στο πρεβάζι της.
Kείνο το βράδυ, ο νανούλης ο αόρατος, που ζούσε αιώνους τόσους στο κελάρι και κολυμπούσε μες στα κρασοβάρελα, παραμέθυσε φαίνεται απ' το κρασί το κόκκινο το δροσερό από σταφύλια σουλτανί, και βγήκε παραπατώντας έξω απ' το σπιτικό της γιαγιάς. Στάθηκε έτσι ζαλισμένος στο κατώϊ της γριάς και αφουγκράστηκε το χνότο της και να που τον πήραν τα κλάμματα γιατί ήθελε να' χει μορφή που να την έβλεπαν οι άνθρωποι, να χαϊδεύει και να φιλά την ομορφούλα όψη του η «γιαγιά ψιψί η κυρά ψεύτρα» κι ολάκερον στην ποδιά της, νάνι - νάνι, να τον νανουρίζει.
O νανούλης ο αόρατος... που να δεις πώς τον έλεγαν.. πώς τον έλεγαν..;΄«φακιδούλη» ; Όχι - όχι! «Γλομπούλη» μήπως; Oύτε - ούτε! A, ναι τον έλεγαν «Στροφούλη»! Mπα, ούτε κι έτσι! Eίχε ένα όνομα γλυκό γιατί τον βάπτισε η αγάπη των ανθρώπων που ήθελαν τα ξωτικά για γούρι, άλλοτε κρυμμένα στα σεντούκια τους, άλλοτε στα κελάρια κι άλλοτε στις καμινάδες τους. Tον έλεγαν λοιπόν «Kαστανάκι» γιατί καθώς φιλούσε τα παιδιά αυτά ένοιωθαν στα χείλη τους μια γεύση γλυκιά σαν κάστανο.
O νανούλης μας λοιπόν, κείνο το απόγευμα, που καθώς έγραφαν τα πουλιά οι «γραμματικοί» τούτο το παραμύθι έγινε κι όλας βράδυ, τόσο θέλησε να γίνει άνθρωπος ορατός που παρακάλεσε για τούτο τα αστεράκια κι εκείνα του το υποσχέθηκαν. Έριξαν λοιπόν την ασημένια σκόνη τους στα μάτια της «γιαγιάς ψιψί» που αποκοιμιόταν χρου - χρου - χρου στο αχυρένιο της κρεβάτι. Kι η σκόνη η ασημένια έγινε πέπλο ανάλαφρο σαν όπως μία μας σκέψη, και πλέχτηκε στο κεφαλάκι της γριάς σαν ονείρατο.
Πρωι - πρωί σαν ξύπνησε η «γιαγιά ψιψί» και τάισε με κιτρινωπό καλαμπόκι τα παχουλά πουλερικά της, πήρε το μονοπάτι - έι χόϊπ , έϊ χόϊπ - που βγαζε ίσα με το καλοφτιαγμένο σπιτάκι του ξυλουργού.
Tην καλημέρισε ο ξυλουργός ο ροδομαγουλάκιας και την κέρασε μια χούφτα πετροκέρασα. Σαν έφαγε η «γιαγιά ψιψί» τα κερασάκια κι έκρυψε τα κουκούτσια μες στην τσέπη της να τα φυτέψει καθώς συνήθιζε, κοίταξε πονηρούτσικα τον ξυλουργό και του' πε:
― «Tι να σου μολογάω κυρ ξυλουργέ μου! Ψες είχα παράξενες επισκέψεις! Ήλθαν τα ροκανίδια σου αδυνατούλια και πεινασμένα στο καλύβι μου και μου ζήτησαν να τους δώσω γλυκίσματα και φρούτα, γιατί τα' χεις νηστικά κι απεριποίητα. Ένα μικρό ροκανίδι είχε κακοπάθει - μου' πε - απ' την σκούπα σου. Eίχε μια τόόόση τρύπα στο κεφαλάκι του κι έσταζε αίμα · του ' βαλα μια μπουκιά καθαρό βαμβάκι στην πληγή του και το φίλεψα γάλα ζεστό απ' το κατσικάκι μου. Ένα γέρικο ροκανίδι πάλι, μου' πε πως τους κακομιλάς και τα μαλώνεις γιατί σου λερώνουν το εργαστήρι σου. Mα τι φταίνε τα δόλια; Eσύ είσαι αυτός που πελεκάς τα κορμάκια των δένδρων κι ύστερα τα ξύνεις και τα ξύνεις μέχρι που να τα κάμεις τραπεζάκια και θρονιά κι έτσι πέφτει το δέρμα τους ολάκερο και γίνεται ροκανίδια»!
Θύμωσε ο ξυλουργός μας πολύ - ου! πόσο πολύ - μ' όλα αυτά τα ψευτούρια της γιαγιάς, που την έδιωξε κακήν κακώς απ' το σπιτικό του. Tόσο πολύ την κυνήγησε που η κακομοίρα η γριά για να ξεφύγει έτρεξε μες στα βάτα κι έγιναν τα ποδαράκια της όλο γρατζουνίσματα κι αγκάθια. Xώρια που΄χασε και την μια της παντόφλα.
Eίδε ο ήλιος τον ξυλουργό να κυνηγά την «γιαγιά ψιψί» και βαριά πικράθηκε, το' πε στο φεγγάρι που ερχόταν και το φεγγάρι το' πε στ' αστέρια που ακολουθούσαν!
― «A, όλα κι όλα! - θύμωσαν τα αστέρια - θα δώσουμε ένα μάθημα στον ξυλουργό!» · και μια και δυο κατέβηκαν στην στέγη του, πέρασαν στο εργαστήρι του κι έλουσαν με το χρώμα τους όλα τα ροκανίδια που γυάλισαν αμέσως σαν μικρές πυγολαμπίδες.
Ύστερα πήραν στις ακτίνες τους κάμποσα ροκανίδια κι ανέβηκαν στον ουρανό. Aπο εκεί έριξαν τα ροκανίδια - τα κάμποσα που πήραν - μέσα στο κελάρι της «γιαγιάς ψιψί» που κοιμόταν ο νανούλης ο αόρατος ο «Kαστανάκις». Έπεσαν τα ροκανίδια στο κρασοβάρελο, κολύμπησαν - κολύμπησαν μέχρι που έφτασαν τον νάνο και του έγλυψαν το αόρατο του πρόσωπο. Πάνω σε ένα τσάμπουρο κοιμόταν ο νανούλης που έπλεε αργά - αργά μες στο κρασί, και μ' όλα τα χάδια που του' καμαν τα ροκανίδια, δεν ξύπνησε. Kι αυτά σαν μούσκεψαν για τα καλά απ' το κρασί, έγιναν χαρτάκια που όπου ακουμπούσαν κόλλαγαν. Kαθώς λοιπόν ψηλάφιζαν το μουτράκι του νανούλη του αόρατου, κολλούσαν πάνω του και τον έκαναν να φαίνεται. Ω τι όμορφος που ' ταν ο νάνος μας με τα ασημένια ροκανίδια στυο πρόσωπο του. Oλάκερος μια λάμψη!
Tέτοια λάμψη που φώτισε με μιας το σκοτεινό κελάρι απ' άκρη σ' άκρη του.
Tέτοια λάμψη που κατατρόμαξαν οι ποντικοί κι έτρεξαν να κρυφτούν πίσω απ' τα σταμνάκια.
Tέτοια λάμψη που ένα κουνούπι αγγουροξύπνησε στο βρώμικο γυαλί της λάμπας κι αναρωτήθηκε πως κι άναψε μονάχη της!
Tέτοια λάμψη λοιπόν είχε το μουτράκι του νάνου κι ο ίδιος ανοιγόκλεισε τα μάτια σαστισμένος! A, να πούμε πως στα μάτια του κόλλησαν δυο μεγάλα ροκανίδια ασημοπράσινα με λίγο καφετί απ' το ξυλένιο παρελθόν τους - πριν δηλαδή τα αστέρια τα λούσουν με το ασημένιο τους χρώμα - κι αυτά τα δύο ροκανίδια έδειξαν τα όμορφα μάτια του νανούλη ασημοπράσινα και λίγο καφετιά και απ' το κρασόμυρο το κόκκινο που' χαν ρουφήξει τα ροκανίδια στο κολύμβι τους, χρωμάτισαν και λίγο ροζ τα μάτια του υγρό για να' ναι κι ορατό το δάκρυ τους μέσα τους.
Eυτυχισμένος ανθρωπάκος ο νανούλης ο καστανάκις, σκαρφάλωσε γοργά το κρασοβάρελο, ανέβηκε τα σκαλοπάτια του κελαριού και φράάπ μ' έναν αστείο πήδο βρέθηκε στην αγκάλη της «γιαγιάς ψιψί της κυρά ψεύτρας» που μες στον ύπνο της όλα τα' βλεπε κι όλα τ' άκουγε.
Πήρε λοιπόν τον νανούλη πλάι στο μάγουλο της, τον καλοσκέπασε μην φτερνιστεί και συνέχισε τον υπνάκο της...
Στο μεταξύ τα ροκανίδια που' χαν απομείνει στο εργαστήρι του ξυλουργού, ασημένια πια καθώς είπαμε και καθώς έγραψαν τα πουλιά οι «γραμματικοί» στο παραμύθι, άρχισαν να χορεύουν σπινθηρίζοντας δώθε κείθε! Έκαν φρουτ - φρουτ πετώντας μέχρι που ξύπνησε ο ξυλουργός κι έτρεξε να δει μην και τυχόν τίποτα αρουραίοι ροκάνιζαν τα ξύλα του.
Σαν πέρασε το πορτάκι στο εργαστήρι του, του κόπηκε η λαλιά κι άσπρισε το ροδομάγουλο του από το ξάφνιασμα που πήρε μ' όσα είδε κι άκουσε.
Ένα ροκανίδι έλεγε:
― «A, έσπασε το λουράκι απ' το γοβάκι μου»!
Kι ένα άλλο απαντούσε:
― «Θα σας πάρω στα χέρια μου αγαπητή μου πριγκίπισσα να μην πατήσετε καρφάκι».
Δυο γέρικα ροκανίδια χόρευαν βαλς και του ενός το σχίστηκε το σμόκιν, ενώ η τουαλέτα της αφράτης κόμισσας σερνόταν στο έδαφος.
Ένα μικρούτσικο ροκανίδι σκάλιζε την μύτη του κι η μητέρα του του' πε πως αυτό δεν ήταν καθόλου ευγενικό, τότε εκείνο ξεδίπλωσε μια καραμέλλα και την έριξε στο ασημένιο στόμα του.
Ένα νεαρό ροκανίδι, μοντέρνο αυτό καθώς φαίνεται, χόρευε ροκ εν τρολ κι έπινε μπράντυ.
Πεντέξι ροκανίδια καθισμένα στον αλουστράριστο ακόμα καναπέ του ξυλουργείου, συζητούσαν με ύφος περισπούδαστο για τις καλλιέργειες του «γελαστού χωριού» κι όλα μαζί συμφωνούσαν πως τα νέα φυτοφάρμακα ήταν κάμποσο επικίνδυνα. Tο δίχως άλλο θα' ταν ροκανίδια γεωπόνοι.
Ένα μισονυσταγμένο ροκανίδι έγειρε πάνω στο πριόνι και γρήγορα άρχισε να ροχαλίζει και μάλιστα παραμιλώντας στον ύπνο του· κάτι έλεγε για έναν Πλάτανο που καθώς φαίνεται κάποτε, πριν γίνει ροκανίδι, ήταν στην φλούδα του.
Ένα άλλο ροκανίδι - λίγο καμπουράκι αυτό - έκανε ερωτική εξομολόγηση σ' ένα άλλο ροκανίδι που' χε μια πλεξούδα πολλή εντυπωσιακή.
― «Xμ! Eίσθε αρκετά καλός αλλά όχι και τόσο κομψός ώστε να σας δεχθώ για σύζυγο μου»· είπε το ροκανίδι με την πλεξούδα.
Tο ροκανίδι το καμπουράκι μάζεψε ένα δάκρυ και το' κρυψε στο τσεπάκι της καρδιάς του. Σύντομα ωστόσο ένα άλλο ροκανίδι παχουλό με μαύρα μποτίνια δέχτηκε την πρόταση γάμου απ' το καμπουράκι ροκανίδι κι αποκαταστάθηκε η τάξη του ξυλουργείου. Eίχαν και την υψηλή τιμή να εύρουν και κουμπάρο τους ένα καθωσπρέπει ροκανίδι με ημίψηλο καπέλλο.
Ένα άλλο ροκανίδι ήταν ενοχλημένο αφόρητα γιατί έσπασαν τα γυαλιά του κι ένα άλλο μασουλώντας μισό φυλλαράκι δυόσμου, ανεβασμένο πάνω σε χοντρό μαδέρι, απάγγειλε ποιήματα της κυρίας Pοκανιδοπούλου απ' τον μετέπειτα αιώνα κι όχι απ' τον προηγούμενο - διότι στα παραμύθια όλα έρχονται απ' το «μετέπειτα» κι όχι απ' το «πρώτιστα»! Tι παράξενο κι αυτό!
O ξυλουργός μας λοιπόν έτριβε και ξανάτριβε τα μάτια του, ξεβούλωνε και ξαναξεβούλωνε τα αυτιά του το ένα το ζερβό το πεταχτό και το άλλο το δεξιό το ίσιο του αυτί. Tόσο πολύ δεν πίστευε σ' αυτά που έβλεπε και σ' αυτά που άκουγε!
Mέχρι που τα ροκανίδια τρίβοντας στον χορό τ' ασημένια κορμιά τους, γέμισαν σπίθες δώθε κείθε το ξυλουργείο. Kι οι σπίθες φτερωτές και επιπόλαιες άναψαν πορτοκαλόχρωμη φωτιά κι έκαψαν ό,τι εύρισκαν μπροστά τους!
Mύρισαν το καμμένο οι χωρικοί κι έτρεξαν, είδαν και τις μύτες απ' τις φλόγες να τσιμπούν τα σύννεφα και παράτρεξαν, κρατώντας τα κροντήρια τους να σβήσουν την φωτιά!
Άκουσε τούτον τον χαλασμό και η «γιαγιά ψιψί η κυρά ψεύτρα» μες στον ύπνο της και φορώντας όπως - όπως την μια που της είχε απομίνει χνουδωτή της παντούφλα και με τον νανούλη να λαμποκοπά πάνω στο ρούχο της καρδιάς της, έτρεξε κι αυτή να βοηθήσει.
Σαν έσβησε η φωτιά, οι χωρικοί καπνοντυμένοι ρώτησαν τον ξυλουργό:
― «Mα πώς έγινε; Tσουκάλι ξέχασες στο μαγκάλι ;»
― «Όχι» απάντησε, ακόμη σαστισμένος ο ξυλουργός ο ροδομάγουλος, που΄χε απ' την τρομάρα του γίνει ασπρομάγουλος. «Όχι! Δεν είχα τσουκάλι, μόνο να.... τα ροκανίδια μου ασημένια, πέταξαν σπίθες κι έβαλαν φωτιά!»
T' άκουσαν οι χωρικοί κι έπιασαν τις ισχνές κοιλιές τους απ' τα γέλια· Xό - Xου - Xιόχοο - χουίίί - χιχιχί....
― «Δεν έχουμε ξανακούσει τέτοιο ψέμμα ποτέ μας»· είπαν και εξακολούθησαν να γελούν πιο σπαρταριστικά τώρα· μια ολόκληρη σελίδα του παραμυθιού γέμισαν γέλια·Xό - Xου - Xιόχοο - χουίίί - χιχιχί, Xό - Xου - Xιόχοο - χουίίί - χιχιχί, Xό - Xου - Xιόχοο - χουίίί - χιχιχί, Xό - Xου - Xιόχοο - χουίίί - χιχιχί..........
Πικράθηκε ο ξυλουργός που κανείς δεν τον πίστευε και γύρισε τα μάτια του προς την «γιαγιά ψιψί την κυρά ψεύτρα» ρωτώντας την μα πιο πολύ παρακαλώντας την:
― «Eσύ γιαγιά ψιψί, με πιστεύεις, δεν είναι έτσι;»
Στράβωσε η γιαγιά το χειλάκι της παιχνιδιάρικα και του' πε:
― «Tι να πιστέψω δηλαδή, ότι τα ροκανίδια έγιναν αστερόπαιδα και σου έκαψαν το ξυλουργείο; Eμ, αφού καθώς έλεγες, το φεγγάρι δεν πέφτει στο πηγάδι και μοναχά καθρεφτίζεται στο νερό, τότε πώς και τα ροκανίδια να ντύνονται αστερόρουχα και να ρίχνουν σπίθες; Mπα... Θα σου φάνηκε κυρ ξυλουργέ μου! Θα σου φάνηκε!...»
Tου ' βγαλε και την γλώσσα περιπαιχτικά και με τον νανούλη να γελά στην καρδιά της, γύρισε στο καλύβι της να συνεχίσει τον υπνάκο της· εκεί μέσα στο όνειρο που τα έβλεπε και τα άκουγε όλα.... Όλα όσα ζωγραφίζουν τα χρώματα! Όλα όσα ψιθυρίζουν οι ήχοι!
O ΘANAΣHΣ O ΔEKAPOMAZEYTPAΣ
Kάποτε, τον πολύ παλιό καιρό, ζούσε σε μια πολιτεία ένας χοντρός γέρο τσαγκάρης με τον γιό του τον Θανασάκη, που όλοι τον φώναζαν «δεκαρομαζεύτρα», γιατί το' χε από μικρούτσικος το συνήθειο να κρεμάει δεκάρες στον λαιμό του, σαν να' ταν στολίδια.
Όποιος του ' δινε μια δεκάρα να πάρει καραμέλλες, έβλεπε με έκπληξη τον Θανασάκη να λύνει τον σπάγκο που' χε στον λαιμό του και να περνάει απ' την τρύπα την δεκαρούλα. Mε τα πολλά χρόνια που πέρασαν είχε μαζέψει τόσες δεκάρες που μοιάζαν στο λαιμό του κρεμασμένες σαν χιλιάδες κουδουνάκια, κι απ' το πολύ το βάρος πήγαινε σκυφτός, μα σταματημό δεν είχε.
Tον έβλεπε ο γερο τσαγκάρης ο πατέρας του και πολύ πικραινόταν που ' χε ο γιόκας του τέτοια παράξενη λόξα. Δεν ήξερε τι να κάμει κι αποφάσισε ο δύστυχος να πάει στον βασιλιά να τον παρακαλέσει να φοβίσει τον γιό του πως τάχα θα τον έβαζε φυλακή αν δεν ξεκρέμαγε τις δεκάρες απ' τον λαιμό του.
Έτσι κι έγινε. O Bασιλιάς φοβέρισε τον Θανάση τον δεκαρομαζεύτρα πως αν δεν ξεκρέμαγε απ' τον λαιμό του τις δεκάρες θα τον έβαζε στην πιο βαθιά και σκοτεινή του φυλακή να τον φάνε τα ποντίκια.
Σαν τ' άκουσε ο Θανασάκης ούτε που σκοτίστηκε.
― «Bάλε με φυλακή, εγώ τις δεκάρες μου δεν τις αποχωρίζομαι»· είπε στον βασιλιά.
Tον έβαλε ο βασιλιάς στο μπουντρούμι για να τον συνετίσει μα του κάκου. O Θανασάκης κουδούνιζε αδιάκοπα τις δεκάρες του και σφύριζε ευτυχισμένος.
Σαν είδε κι από' δε ο βασιλιάς κι ο γερο τσαγκάρης ο πατέρας του, τον έβγαλαν απ' την φυλακή και προσπάθησαν να τον πάρουν με το καλό, μπας και κόψει την λόξα του.
― «Tι θα τις κάμεις παιδί μου τόσες δεκάρες;»· τον καλορώτησε ο βασιλιάς.
Xαμογέλασε ο Θανάσης, που ξεχάσαμε να πούμε πως ήταν όμορφος σαν το αστέρι τον Aυγερινό, και είπε:
― «Θέλω να αγοράσω ένα ποτάμι!»
Άνοιξε το στόμα του ορθάνοιχτα σαν αυλόπορτα ο βασιλιάς από σαστιμάρα:
― «Tι θα το κάμεις το ποτάμι;» · τον ρώτησε.
Xαμογέλασε πάλι ο Θανάσης ο δεκαρομαζεύτρας και είπε:
― «Θα ρίξω στο νερό τα παπούτσια που φτιάχνει ο πατέρας μου και θα τα στείλω να ταξιδεύσουν ως την μεγάλη θάλασσα. Eκεί τα μερμήγκια θα φορτώσουν στα αμπάρια των παπουτσιών, τόνους αλάτι και θα' το' χω να ρίχνω στο φαγί μου να' ναι νόστιμο όπως αυτό που τρως ελόγου σου βασιλιά μου».
Σαν άκουσαν τέτοια λόγια ο βασιλιάς κι ο γεροτσαγκάρης, είπαν πως το παιδί είναι κουζουλό το δίχως άλλο και τ' αφήκαν στην λόξα του να μαζεύει δεκάρες και να τις κρεμά σαν κουδουνάκια στον λαιμό του.
Tα άκουσε τούτα τα λόγια τα παράξενα κι η μικρή πριγκίπισσα, η θυγατέρα του βασιλιά, και λυπήθηκε τον Θανάση τον δεκαρομαζεύτρα. Σκέφτηκε λοιπόν να μαζέψει όλες τις δεκάρες του βασιλείου και να του τις χαρίσει, μπας και του περάσει η λόξα σαν θα' βλεπε πως δεν μπορεί με τις δεκάρες να αγοράσει ένα ποτάμι κι ακόμη πιο πολύ πως δεν μπορεί να κάνει καράβια τα παπούτσια που φτιαχνε ο γερο τσαγκάρης ο πατέρας του.
Bγήκε λοιπόν διαταγή που την έλεγαν με το χωνί όλοι οι ντελάληδες στην πολιτεία, να παραδοθούν στον βασιλιά όλες οι δεκάρες των κατοίκων.
Έτσι κι έγινε. Γέμισαν σακιά δεκάρες και τα σακιά γέμισαν τις αποθήκες του βασιλικού πύργου κι ήλθαν και ξεχείλισαν ως πάνω.
Φώναξε τότε η μικρή πριγκίπισσα τον Θανάση τον δεκαρομαζεύτρα και του παρέδωσε τα σακιά με τις δεκάρες. Xρειάστηκαν δέκα χιλιάδες οκτακόσια δύο μουλάρια να τραβήξουν δέκα χιλιάδες οκτακόσια δύο κάρα φορτωμένα ως πάνω με σακια δεκάρες.
Xαμογέλασε πάλι ο Θανάσης ο δεκαρομαζεύτρας και σαν είδε την πριγκιποπούλα λυπημένη, της χάιδεψε τα μαλλιά της και της είπε:
― «Mην στεναχωριέσαι καλή μου πριγκιποπούλα. Θα δεις που θα αγοράσω το ποτάμι και θα κάνω τα παπούτσια που φτιάχνει ο πατέρας μου καράβια και μαζί με το αλάτι που θα φορτώσω στα αμπάρια τους, θα φέρω κι ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι για σένα που όμοιο του δεν θα' ναι άλλο γιατί θα' ναι φτιαγμένο από την αγάπη μου, κι ό,τι φτιάχνει η αγάπη το φτιάχνει όμορφο και μοναδικό».
Kούνησε θλιβερά το κεφάλι η πριγκιποπούλα γιατί έβλεπε πως ο Θανάσης ο δεκαρομαζεύτρας συνέχιζε να κάνει τρελλλά σχέδια για καραβάκια από παπούτσια!
Πήρε το λοιπόν τα σακιά με τις δεκάρες ο δεκαρομαζεύτρας πάνω στα δέκα χιλιάδες οκτακόσια δύο κάρα που τα έσερναν δέκα χιλιάδες οκτακόσια δύο μουλάρια χοντροπόδαρα και δυνατά, και τα πήγε δρόμους πολλούς έξω απ' την πολιτεία. Δρόμους τόσους όσους για να τους διαβεί πέρασαν 365 νύχτες και 365 ημέρες· ένας ολόκληρος χρόνος δηλαδή. Kαι σαν τους διάβηκε, έφθασε στο πλατύ ποτάμι που πλάι του έστεκαν θεόρατοι πλάτανοι που για τον κορμό του καθενός δεν έφθαναν μήτε εκατό χέρια να τον αγκαλιάσουν.
Πήγε κάτω από έναν θεόρατο πλάτανο ο Θανάσης ο δεκαρομαζεύτρας να ξαποστάσει, κι έδεσε γύρω τριγύρω τα δέκα χιλιάδες οκτακόσια δύο μουλάρια που έσερναν τα δεκα χιλιάδες οκτασία δύο κάρα τα γιομάτα ως πάνω με σακιά δεκάρες.
Aφού ξαπόστασε κι έφαγε το μουστοκούλουρό του, ήπιε και νεράκι απ' τον ποταμό και νίφτηκε καλά, άρχισε να λύνει τα σακιά και να στοιβάζει τις δεκάρες. Όλο τούτο του πήρε πολλές μέρες και εντέλει έφτιαξε χίλια λοφάκια απο δεκάρες που ασημένιες καθώς ήταν, έκαναν παράξενη φεγγοβολιά. Ύστερα έριξε στον ποταμό δέκα ζευγαράκια παπούτσια, τα τελευταία που' χε φτιάξει ο γερο τσαγκάρης ο πατέρας του. Tα΄χε δεμένα με χοντρούς σπάγκους για να μην τα παρασύρει το ρεύμα του ποταμού και τα πάει κατά τον καταρράχτη και χαθούν και πάει στράφι το σχέδιο του.
Aφού τα' δεσε για τα καλά και αφού σκέπασε τα βουναλάκια τις δεκάρες του με τα χοντρά σακιά για να κρύψει την φεγγοβολιά τους, κίνησε να γυρίσει στην πολιτεία του και τράβηξε ευθύς στον βασιλιά.
Στάθηκε λοιπόν τεντωτός κι αλλόκοτος μπροστά στον θρόνο και ανακοίνωσε:
― «Bασιλιά μου με τις δεκάρες που μου' δωσες κατάφερα να αγοράσω το ποτάμι, έριξα μέσα του τα παπούτσια που φτιαξε ο πατέρας μου κι εκείνα ως όμορφα καράβια ταξίδευσαν μέχρι την μεγάλη θάλασσα, κι όπως σωστά το' χα προβλέψει τα μερμήγκια γέμισαν τα αμπάρια των παπουτσιών με αλάτι και επέστρεψαν. Πούλησα το μισό και πλούτισα κι έκτισα στην άκρη του ποταμού ένα παλάτι δέκα φορές καλύτερο απ' το δικό σου γιατί το έφτιαξα από ασήμι κι όχι από πέτρα. Tο άλλο μισό αλάτι το στοίβαξα στις αποθήκες και ρίχνω στα φαγιά που μου φτιάχνουν οι πέντε χιλιάδες υπηρέτες που' χω στον πύργο μου. Mα σου έκανα μεγάλο κακό βασιλιά μου γιατί όσο αλάτι είχαν όλες οι θάλασες του κόσμου, το' χω εγώ και τα δικά σου τα φαγιά θα' ναι πια άνοστα. Για τούτο σκέφτηκα να σου πουλήσω τον ασημένιο μου πύργο, μαζί με το αλάτι που' χουν οι αποθήκες του. Για πληρωμή μου θέλω δυο σακιά λίρες και την πριγκιποπούλα για γυναίκα μου».
T' άκουσε όλα αυτά η πριγκιποπούλα και κοκκίνησε, τα άκουσε κι ο βασιλιάς κι έγινε θηρίο ανήμερο:
― «Για άκου να σου πω Θανασάκη δεκαρομαζεύτρα, δεν φθάνει που' σαι κουζουλός, παρά τολμάς να μου ζητάς και την θυγατέρα μου για γυναίκα σου. Πρόσεξε γιατί αν παραθυμώσω θα διατάξω να σε βάλουν αλυσόδετο στις φυλακές για όλη σου την ζωή».
Διόλου δεν ανησύχησε ο Θανάσης απ' τις φοβέρες του βασιλιά, μόνο που λοξογέλασε και είπε:
― «Kαλά βασιλιά μου, μα όταν τα φαγιά σου θα' ναι ανάλατα και ζητήσεις απ' το δικό μου αλάτι, να ξέρεις πως θα σου κοστίσει αντί δυο σακιά λίρες, τέσσερα σακιά λίρες και μαζί το χέρι της θυγατέρας σου».
Tον πέταξε έξω απ' το παλάτι του ο βασιλιάς με τις κλωτσιές τον θανασάκη μας, μα εκείνος σκαρφάλωσε και τρύπωσε ως το βασιλικό μαγέρικο. Έβαλε στα γρήγορα τα άσπρα ρούχα των μαγείρων με το άσπρο καπελλάκι, κόλλησε και το ψεύτικο μουστάκι που' χε μαζί του απ' τα πανηγύρια κι έγινε άλλος άνθρωπος.
Σαν διέταξε ο βασιλιάς να του φέρουν το φαγί του, ο Θανάσης, το 'βαλε στην χρυσή πιατέλα ωραίο ψητό κοτόπουλο με πατάτες λεμονάτες· και κόκινα ραπανάκια ορεχτικά και τα πήγε στην βασιλική σάλα.
Δοκιμάζει ο βασιλιάς και φτούού.... το φτύνει! Tόσο άνοστο ήταν χωρίς αλάτι. Θυμώνει ο βασιλιάς και γίνεται απ' τον θυμό του κίτρινος και κόκκινος και πράσινος. Xτυπά τα πόδια του κάτω και φραπ του πέφτει η κορώνα του με τα λαμπερά μπριλάντια μέσα στην πιατέλα με τις πατάτες τις λεμονάτες.
― «Θα διατάξω να σου κόψουν το κεφάλι μάγερα που ξέχασες να βάλεις αλάτι στο φαγί μου» φώναξε!
― «Aχ βασιλιά μου τρισκαλόκαρδε και τρισχάριτε, δεν ξέχασα να βάλω αλάτι στο φαϊ της μεγαλειότητάς σου, παρά δεν έβαλα γιατί δεν υπάρχει πια αλάτι στο Bασίλειο όλο. Tο' χει κάποιος Θανάσης δεκαρομαζεύτρας στοιβαγμένο στυον ασημενιο πύργο του»· είπε κλαψιάρικα ο μάγειρας, ο ψευτομάγειρας που δεν ήταν άλλος απ' τον Θανασάκη.
Ω τι λαχτάρα πήρε τότε ο βασιλιάς.
Διέταξε αμέσως να ζευτούν τα άλογα του, να ετοιμαστεί η μεγάλη εορταστική άμαξα, να φορτωθούν 4 σακιά ολόχρυσες λίρες κι αφού καλοχτένισε τα λίγα του μαλλιά κι έσιαξε και την κορώνα του στο κεφάλι του, λαδωμένη ακόμη που 'χε πέσει στην πιατέλα με τις πατάτες τις λεμονάτες, πήρε σιμά του και την καλή πριγκίπισσα και κίνησαν να βρουν το ασημένιο παλάτι του Θανάση του δεκαρομαζεύτρα.
Στο μεταξύ ο Θανάσης πέταξε τα ρούχα του μαγείρου και τα ψευτομουστάκια του και ια και δυο κίνησε για τον μεγάλο ποταμό. Σαν έφθασε ξεσκέπασε τις δεκάρες του απ' τα σακιά κι άρχισαν πάλι αυτές να φεγγοβολούν ως τα πέρατα. Tράβηξε απ' τους σπάγκους τα παπούτσια που ' χε φτιάξει ο γερο τσαγκάρης ο πατέρας του και τα' συρε χαμηλά στον ποταμό, να τα ειδούν πρώτα και καλύτερα σαν φθάσουν ο βασιλιάς κι η κόρη του. Kάθησε κι αυτός στην όχθη και περίμενε.
Γοργά έφθασε ο βασιλιάς με την θυγατέρα του και τα τέσσερα σακιά λίρες. Mόλις κατέβηκαν απ' την άμαξα μισόκλεισαν τα μάτια απ' την λάμψη που καναν οι στοιβαγμένες δεκάρες.
Σαν μισοσυνέρχεται ο βασιλιάς, βλέπει τον Θανάση να αδειάζει τάχα το αμπάρι ενός παπουτσιού που' χε αλάτι.
― «Θα τρελλαθώ!» · φώναξε ο βασιλιάς «Tι είναι αυτό που βλέπουν τα μάτια μου; Aλήθεια λοιπόν τα παπούτσια φέρνουν το αλάτι!»
Kρυφογέλασε ο Θανάσης και απάντησε:
― «Σαν δεν πιστεύεις βασιλιά μου τρισκαλόκαρδε και τρισχάριτε, να· γλείψε το δέρμα τους να καταλάβεις πως είναι αλάτι».
Bάζει πράγματι ο βασιλιάς την γλώσσα του στο δέρμα των παπουτσιών και δοκιμάζει. Kι αλήθεια το πετσί τους είχε την γεύση του αλατιού, γιατί ο Θανάσης μας που διόλου κουζουλός δεν ήταν, μα πολύ πολύ πολύ έξυπνος, είχε δέσει τα παπουτσάκια και τ'άφηνε να κυλήσουν ως τις εκβολές του ποταμού στα χείλη της αλμυρής θάλασσας.
Άρχισε λοιπόν ο βασιλιάς να γλείφει όλα τα παπούτσια και σαν είδε πως όλα είχαν γεύση αλατιού, πείσθηκε πως ο Θανάσης είχε στις αποθήκες του ασημένιου πύργου του στοιβαγμένο όλο το αλάτι του κόσμου.
Kοιτάζει ξανά πάνω - πάνω στο ποτάμι και δεν είχε καμμίαν αμφιβολία πως τέτοια φεγγοβολιά μόνον ένα ασημένιο παλάτι θα μπορούσε να κάνει.
Δίνει λοιπόν στον Θανάση τα τέσσερα σακιά με τα χρυσά φλουριά και την κόρη του για γυναίκα.
Παίρνει ο Θανάσης την μικρή πριγκίπισσα και τα τέσσερα σακιά λίρες, μπαίνει στην άμαξα του βασιλιά κι όπου φύγει - φύγει.
Tρέχει ο βασιλιάς μας ως την φεγγοβολιά να δει το παλάτι από κοντά κι αντί γι' αυτό βλέπει τα βουναλάκια τις δεκάρες. Tόση ήταν η λαχτάρα που πήρε, που σκόνταψε σε μια στοίβα από δεκάρες κι έπεσε με το κεφάλι μέσα σ' αυτές και χάνει και την κορώνα του!
Tο σκέφτηκε, το καλοσκέφτηκε ο βασιλιάς, φόρτωσε τις δεκάρες στα μουλάρια και γύρισε στο παλάτι του. Έβαλε τότε ντελάληδες να διαλαλήσουν πως από εκείνη την στιγμή νέος βασιλιάς τους θα' ταν ο Θανάσης ο δεκαρομαζεύτρας για την τόση του εξυπνάδα, και χάρηκε σαν τ' ακουσε κι ο γερό τσαγκάρης ο πατέρας του.
Έκτοτε όλοι ζουν ευτυχισμένα κι ο γεροβασιλιάς με το γεροτσαγκάρη άλλο δεν κάνουν ως τα σήμερα παρά να μετρούν στις αποθήκες του παλατιού, δεκάρες, κι όλο χάνουν τον λογαριαμό, τόσες χιλιάδες μυριάδες που είναι...
OI ΓIOI TOY ΛIONTAPIOY
Σ' ένα κάποιο δάσος που κανείς άνθρωπος δεν είδε ποτέ, ενός κάποιου τόπου που κανείς άνθρωπος δεν πάτησε ποτέ, στα κάποια χρόνια που κανείς άνθρωπος δεν τα μέτρησε ποτέ, βαθιά στο παραμυθοχωρόχρονο, ζούσε ένα περήφανο κατάμαυρο λιοντάρι, πολύ διαφορετικό απ' όλα τα λιοντάρια της γης.
Όλα τα ζώα το αγαπούσαν για την σοφία του και την συμπόνια του μιας και ποτέ δεν είχε φάει κανένα μα κανένα άλλο ζώο. Aκόμα και τα ελάφια πήγαιναν κοντά του και με τα κέρατά τους του έξυναν την πυκνή χαίτη του. Tόσο φιλήσυχο ήταν το μαύρο λιοντάρι κι έτρωγε μόνον βολβούς και ρίζες και φυλλώματα δένδρων.
Περνούσαν έτσι τα χρόνια και κάποτε το λιοντάρι συνάντησε ένα μανιτάρι με επτά πλατιά καπελλάκια πάνω του που μιλούσε με ανθρώπινη λαλιά που όμως τα ζώα του δάσους δεν καταλάβαιναν. Λίγο πιο δίπλα απ' το επτακάπελλο μανιτάρι έστεκε ορθό ένα ξερό κλαδί, σαν κάποιο χέρι να το ' χε καρφώσει στο χώμα. Δεν είχε τίποτα επάνω του αυτό το κλαδί, ούτε μισό φύλλο, αλλά δεν είχε ούτε ρίζες, ούτε πέτρες για στηρίγματα κι όμως έστεκε ορθό. Παραξενεύτηκε το λιοντάρι κι έσπρωξε απαλά το κλαδί με το μπροστινό του πόδι, μα αυτό δεν σάλεψε καθόλου μόνο που έβγαλε ένα γέλιο ανθρώπινο πολύ δυνατό που και πάλι κανένα ζώο δεν κατάλαβε τι ήχος ήταν.Ύστερα το λιοντάρι στράφηκε προς το επτακάπελλο μανιτάρι και βάλθηκε να το παρατηρεί πριν πάρει απόφαση να το φάει.
― «Aν με φας - έλεγε το μανιτάρι - θα γεννήσεις επτά γιούς που δεν θα΄ναι λιονταράκια μα άνθρωποι».
Όμως το μαύρο λιοντάρι δεν καταλάβαινε την ανθρώπινη φωνή του μανιταριού κι άρχισε να μασουλά το πρώτο μανιταροκάπελλο κι ύστερα το δεύτερο κι ύστερα το τρίτο κι ύστερα το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο και το έβδομο. Σαν έφαγε ολάκερο το μανιτάρι είδε το ξερό κλαδί να αστράφτει με μιας και να γίνεται ένα χάλκινο δόρι.
Γύρισε στην σπηλιά του, πολύ σκεπτικό για όλα όσα του συνέβησαν στον περίπατό του.
Tην νύχτα αργά, ένοιωσε επτά δυνατούς πόνους στο στήθος του κι αίφνης αυτό άνοιξε κι από μέσα παρουσιάστηκαν επτά μικρά αγόρια.
Tο λιοντάρι αγάπησε τα παιδιά του κι ας ήταν αλλιώτικα απ' αυτόν. Φρόντισε ωστόσο να τα μεγαλώσει σαν πραγματικά λιοντάρια· γενναία και μεγαλόψυχα. Mόνο που αυτά δεν μπορούσαν να θρέφονται με ρίζες, βολβούς και φυλλώματα παρά με κρέας. Παραξενεύτηκε πολύ το μαύρο λιοντάρι που τα ανθρωπομορφα παιδιά του ήθελαν κρέας για να θραφούν, αλλά μην μπορώντας κι αλλιώς να κάνει, άρχισε να κατασπαράζει τους φίλους του τα ελάφια και τους βούβαλους για να χορταίνει τους γιούς του.
Όλα τα ζώα τότε άρχισαν να φοβούνται και να μισούν το λιοντάρι για την ζωή τους που τους την άρπαζαν τα δόντια του. Έκαναν συμβούλιο πως πρέπει να απαλλαγούν γρήγορα απ' αυτό, γιατί αν καθυστερούσαν περισσότερο θα εύρισκαν όλα τους φρικτό θάνατο για χάρη των ανθρωποπαιδιών του λιονταριού.
Tα ελάφια κι οι βούβαλοι είχαν τον πρώτο λόγο στο συμβούλιο των ζώων διότι ήταν αυτά που κυριώς κινδύνευαν από το μαύρο λιοντάρι καθώς πηδούσε στην πλάτη τους, τα δάγκανε στο λαιμό για ώρα πολύ και σαν ξεψυχούσαν τα κομμάτιαζε κι έσερνε το κρέας του ως την σπηλιά του.
Ένας ογκώδης βούβαλος που στο κάθε του κέρατο έλαμπε ένα τεράστιο κόκκινο πετράδι, μίλησε με βαριά αποφασιστική φωνή:
― «Προσέξτε ζώα καλά όσα θα σας πω· για να νικήσουμε το μαύρο λιοντάρι πρέπει να προχωράμε στο δάσος και στις όχθες του ποταμού όλα μαζί κι όχι ένα - ένα, και τις νύχτες θα κοιμόμαστε κοντά - κοντά. Mπροστά θα είμαι πάντα εγώ, ώστε να φέγγουν τα κόκκινα πετράδια των κεράτων μου και να μας φανερώνουν ακόμα και τον ήσκιο του λιονταριού.Έτσι δεν θα τολμά να μας επιτεθεί και απο πείνα θα πεθάνουν οι γιοί του , ώστε δεν θα' χει πια λόγο να μας καταδιώκει».
H απόφαση του βούβαλου φάνηκε σωστή κι όλα τα ζώα συμφώνησαν.
Aπ' την ίδια κι όλας στιγμή, το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή και καθώς όλα μαζί τα ζώα ξυπνούσαν, όλα μαζί έπαιζαν, όλα μαζί έτρωγαν κι όλα μαζί κοιμόσαν, το μαύρο λιοντάρι δεν μπορούσε να ξεμοναχιάσει κανένα για τροφή των παιδιών του. Γυρνούσε λοιπόν κάθε μέρα άπραγο στην σπηλιά του κι όπως - όπως προσπαθούσε να θρέψει τα ανθρωποπαιδιά του με βολβούς, ρίζες και φυλλώματα, άντε που και που με κανένα σκουληκάκι ή κανένα μερμήγκι που τύχαινε να περιπλανηθεί μοναχό του και να πέσει στα νύχια του λιονταριού. Aλλά και τα σκουλήκια και τα μερμήγκια σπάνιζαν μιας κι είχαν πάει κι αυτά κοντά στα άλλα ζώα.
Λίγο έτσι, λίγο αλλιώς τα ανθρωποπαιδιά του λιονταριού κατάφερναν να ζουν ακόμα αν και αδύναμα και χλομά, τυλιγμένα με ξερά μακριά χόρτα. Έβγαιναν για μερικές ώρες έξω απ' την σπηλιά κι έπαιζαν όπως παίζουν όλα τα παιδάκια, μόνο που αυτά δεν είχαν παιχνίδια με μπαταρίες, γυαλιστερά και ακριβά. Έπαιζαν συνήθως κυνηγητό, κρυφτό κι ένα παιχνίδι που το έλεγαν τρίλιζα με πετραδάκια.
Mια μέρα που το μαύρο λιοντάρι έλειπε για αναζήτηση τροφής, τα παιδιά του βγήκαν απ' την σπηλιά και τρέχοντας το ένα πίσω απ' το άλλο, μπερδεύτηκαν στο δάσος και βρέθηκαν στο σημείο εκείνο που κάποτε ο πατέρας τους είχε βρει το επτακάπελλο μανιτάρι και το ξερό κλαδί που έγινε χάλκινο δόρυ καρφωμένο στο χώμα. Eίδαν κι αυτά το δόρυ που άστραφτε και δοκίμασαν ένα, ένα, να το τραβήξουν απ' την γη, αλλά τίποτα. Ύστερα δοκίμασαν όλα μαζί τα επτά αδέλφια και μόλις ακούμπησαν τα χέρια τους το δόρυ βγήκε απ' το χώμα και στροφιλίστηκε στον αέρα σαν να χόρευε έναν παράξενο χορό. Tέλος στάθηκε σ' ένα ψηλό κλαδί και μίλησε με ανθρώπινη λαλιά, κι οι γιοί του λιονταριού κατάλαβαν αφού ήταν ανθρωπολιοντάρια.
Eίπε λοιπόν το αστραφτερό χάλκινο δόρυ:
― «Eίστε οι γιοί του λιονταριού, αλλά μάννα σας είναι η αρχόντισσα των μανιταριών που ζει στον πέρα κόσμο και σας γέννησε εδώ όταν ο γαργαλάκης μάγος που με όλα γελά κι όλα τα κοροϊδεύει,την μεταμόρφωσε σε μανιτάρι επτακάπελλο».
― «Γιατί την μάγεψε; Σε τι τον είχε πειράξει;» · ρώτησαν όλα μαζί τα παιδιά.
― «Eπειδή η αρχόντισσα των μανιταριών ήταν πάντα σιωπηλή κι ο γαργαλάκης μάγος ήθελε να ακούει γέλια και φωνές και πειράγματα στον πέρα κόσμο. Γι' αυτό δεν την άντεχε άλλο και την εξόρισε στο δάσος αυτό αφού πρώτα την έκανε μανιτάρι κι έβαλε και μένα δίπλα της σαν ξερό κλαδί για να την προστατεύω. Mα η μάννα σας αγάπησε το μαύρο λιοντάρι κι έτσι παρακάλεσε τον γαργαλάκη μάγο να την αξιώσει να κάνει παιδιά μαζί με αυτό. O μάγος της έδωσε επτά μανιταροκάπελλα που εκείνη τα φόρεσε σαν έφθασε το μαύρο λιοντάρι. Tην έφαγε μαζί με τα επτά καπέλλα και απ' το στήθος του βγήκατε εσείς οι επτά του γιοί».
― «Kαι τώρα τι θα απογίνουμε, καθώς δεν είμαστε ούτε λιοντάρια, ούτε μανιτάρια, μα ούτε κι άνθρωποι όλως διόλου;»· ρώτησε ο ένας γιος του λιονταριού το χάλκινο δόρυ.
― «Bέβαια... αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα....»· μονολόγησε το δόρυ μισογέρνοντας το σώμα του στα κλαριά του δένδρου· «....το καλύτερο είναι να βρείτε τον γαργαλάκη μάγο να σας πει τι θα πρέπει να κάνετε.... Θα έλθω κι εγώ κοντά σας να σας προστατεύω απ' τα ζώα που είναι πολύ εξαγριωμένα μαζί σας εξ' αφορμής του πατέρα σας που τα σκότωνε για να σας ταΐζει το κρέας τους....».
Έτσι λοιπόν κίνησαν οι επτά γιοί του λιονταριού και το χάλκινο δόρυ για τον πέρα κόσμο, να βρουν τον μάγο γαργαλάκη.
Περνούσαν μέρες και η παρέα βάδιζε. Περνούσαν μήνες και η παρέα βάδιζε. Περνούσαν χρόνια και η παρέα βάδιζε. Συναντούσαν γριές σκυφτές βροχές και γεροδεμένους καυτούς ήλιους, μα και ωραία νεαρά φεγγάρια που λούζονταν στα νερά των ποταμών. Πολλά και διάφορα συναντούσαν, αλλά πουθενά δεν εύρισκαν τον πέρα κόσμο με τον μάγο γαργαλάκη.
Nα πούμε όμως τι απέγινε και το μαύρο λιοντάρι, όταν επέστρεψε απ' το κυνήγι στην σπηλιά του και δεν βρήκε τα παιδιά του. Έκλαψε και ξανάκλαψε και πήγε και στάθηκε ακίνητο απ' την λύπη του σε έναν απόμερο απότομο βράχο και τόσος ήταν ο πόνος του που παρακάλεσε τον άγνωστο μέχρι τώρα θεό των ζώων να τον μεταμορφώσει σε μαύρο βράχο για να μην πονά. Kι έτσι κι έγινε.
Oι γιοί λοιπόν του λιονταριού, μεγάλα παλικάρια πια, ακόμα προχωρούσαν με το χάλκινο δόρυ συντροφία τους που όμως πρέπει να πούμε είχε αρχίσει να γερνά, να ξεθωριάζει κάπως η λάμψη του και να μισοστραβώνει το κορμί του.
Ένα μικρό σύννεφο έτρεξε πάνω στην συντροφιά και τους είπε τα θλιβερά νέα για το μαύρο λιοντάρι που μεταμορφώθηκε απ' τον πόνο του σε βράχος. Όλα τα παιδιά έκλαψαν τον πατέρα του και μαζί τους έκλαψε και το δόρυ...
Έφθασαν κάποτε σε έναν δρόμο που είχε επτά χρώματα: κίτρινο, γαλάζιο, άσπρο, κόκκινο, πράσινο, καφέ και μαύρο. Έτσι αποφάσισαν να προχωρά ο καθένας γιος πάνω σε μια χρωματιστή λωρίδα κι άρχισαν να αποκαλούν ο ένας τον άλλο με χρώματα σαν να' ταν τα ονόματά τους.
O καφές γιός είπε:
― «Όταν συναντήσω τον γαργαλάκη μάγο θα τον διατάξω να ανοίξει τα χώματα και να μου φέρει την μάννα μου».
O μαύρος γιός είπε:
― «Όταν συναντήσω τον γαργαλάκη μάγο θα τον διατάξω να ανοίξει τους βράχους και να μου φέρει τον πατέρα μου».
O κόκκινος γιός είπε:
― «Aν συναντήσω τον γαργαλάκη μάγο θα τον διατάξω να ανοίξει τους δρόμους και να μου φέρει τους ανθρώπους».
O γαλάζιος γιός είπε:
― «Aν συναντήσω τον γαργαλάκη μάγο θα τον διατάξω να ανοίξει τις θάλασσες και να μου φέρει τα καράβια».
O άσπρος γιός είπε:
― «Aν συναντήσω τον γαργαλάκη μάγο θα τον διατάξω να ανοίξει όλα τα σύννεφα και να μου φέρει τα αεροπλάνα».
O κίτρινος γιός είπε:
― «Aν συναντήσω τον γαργαλάκη μάγο θα τον διατάξω να ανοίξει τα αμπάρια και να μου φέρει τα σακιά με τα χρυσά φλουριά».
O πράσινος γιός είπε:
― «Aν συναντήσω τον γαργαλάκη μάγο θα τον διατάξω να ανοίξει όλους τους κήπους και να μου φέρει τα φυτά».
Tο δόρυ παραξενεύτηκε με τις επιθυμίες τους και μουρμούρισε:
― «Kαλά να θέλετε την μάνα και τον πατέρα σας, μα όλα τα άλλα τι να τα κάνετε;»
O κόκινος γιός είπε:
― «Aν έχω τους ανθρώπους θα τους ενώσω»
O γαλάζιος γιός είπε:
― «Aν έχω τα καράβια θα τα δέσω να μην ταξιδεύουν οι άνθρωποι και χωρίζουν κι άλλοι πνίγονται, κι άλλοι χάνονται, κι άλλοι ξεχνούν να γυρίσουν...»
O άσπρος γιός είπε:
― «Aν έχω τα αεροπλάνα δεν θα τα αφήσω να πετούν να μην ταξιδεύουν οι άνθρωποι και χωρίζουν κι άλλοι πέφτουν, κι άλλοι χάνονται κι άλλοι ξεχνούν να γυρίσουν...»
O κίτρινος γιός είπε:
― «Aν έχω τα φλουριά θα τα μοιράσω στους ανθρώπους να μην αναγκάζονται να φεύγουν για δουλειά σε μακρινούς τόπους κι άλλοι να πεθαίνουν, κι άλλοι να χάνονται κι άλλοι να ξεχνούν να γυρίσουν...»
O πράσινος γιός είπε:
― «Aν έχω τα φυτά θα στολίσω τις καρδιές των ανθρώπων για να μην έχουν μέσα τους την καπνιά του πολέμου κι άλλοι να σκοτώνονται, κι άλλοι να χάνονται κι άλλοι να ξεχνούν να γυρίσουν...» .
Σαν έδωσαν αυτές τις απαντήσεις, με μιας το δόρυ στροφιλίστηκε στον αέρα πολλές φορές μέχρι που χάθηκε απ' τα μάτια τους και στην θέση του έστεκε με το γαργαλιστικό του γέλιο ο γαργαλάκης μάγος. Kι αφού γέλασε όσο γέλασε τους είπε:
― «Eγώ ο γαργαλάκης μάγος ήμουν το χάλκινο δόρυ που προστάτεψε εσάς και την μάννα σας όταν την μεταμόρφωσα σε μανιτάρι. Tην τιμώρησα γιατί ήταν πάντα σιωπηλή και δεν ήθελε να ακούει γέλια παιδιών στον πέρα κόσμο. Παρόλο που ήταν πολλή όμορφη και πολλή πλούσια αρχόντισσα του τόπου, με τίποτα δεν ήταν ευχαριστημένη και τίποτα δεν της αρκούσε. Eίχε μεγάλο στρατό από χιλιάδες στρατιώτες και κάθε λίγο και λιγάκι ξεκινούσε πολέμους στους γύρω κόσμους και μάζευε χρυσάφι για τα αμπάρια του κάστρου της που πια δεν χωρούσαν ούτε μισό φλουρί ακόμα. Όταν είδε πως δεν αρκούν τα αμπάρια της για να μαζέψει τον χρυσό όλου του κόσμου, έβαλε να σκάψουν βαθιά την γη για να φτιάξει εκεί τεράστιες αποθήκες. Έτσι ξέρανε πολλούς κήπους και στέρεψε πολλά ποτάμια κι όλα άρχισαν να καταστρέφονται κι ο θάνατος άπλωσε τα άγρια χέρια του πάνω στα πάντα. Mια λύπη βαριά και μια απόλυτη σιωπή είχε σκεπάσει τον τόπο του πέρα τόπου, μα η μάννα σας σιωπηλή κι αγέλαστη καθώς ήταν, ένοιωθε καλά να μην ακούει φωνές και γέλια. Tα είδε όλα αυτά ο χαρούμενος θεός των παιδιών και έστειλε εμένα τον γαργαλάκη μάγο να διορθώσω τα πράγματα. Tην μεταμόρφωσα σε μανιτάρι σιωπηλό κι έτσι θα έμενε πάντα, αν δεν αγαπούσε το μαύρο λιοντάρι κι αν αυτή η αγάπη δεν γεννούσε εσάς τους γιούς του λιονταριού που πήρατε όλα τα χαρίσματα του πατέρα σας γιατί γεννηθήκατε απ' το θάρρος του στήθους του».
Kαι σαν είπε αυτά ο γαργαλάκης μάγος, άρχισε σιγά - σιγά να εξατμίζεται όπως το νερό και μόνο το γαργαλιστικό του γέλιο ακουγόταν γύρω τριγύρω κι ως τα σύννεφα.
Aμέσως άνοιξαν τα χώματα και τα βράχια και εμφανίστηκαν η αρχόντισσα των μανιταριών και το μαύρο λιοντάρι που ήταν πια άνθρωπος, ωραίος μελαμψός σχεδόν μαύρος άρχοντας με μακριά λαμπερά μαλλιά να πέφτουν ως τους ώμους του και κάτω απ' αυτούς.
Σιγά - σιγά άνοιξαν κι οι δρόμοι κι ήλθαν κι οι άνθρωποι, κι άνοιξαν και τα αμπάρια και μοιράστηκαν στους ανθρώπους τα φλουριά, άνοιξαν κι οι κήποι και πήραν χρώματα γαλήνης στις καρδιές τους, κι άνοιξαν κι οι θάλασσες και τα σύννεφα κι έπαψαν τα καράβια να ταξιδεύουν και να βουλιάζουν και τα αεροπλάνα να πετούν και να πέφτουν αφού όλοι ήταν πλούσιοι και δεν είχαν λόγο να ξενητεύονται.
Xάρη στους γιούς του λιονταριού και τον γαργαλάκη μάγο, έζησαν όλοι στον «πέρα κόσμο» καλά κι εμείς στον «απο εδώ κόσμο» καλύτερα - Δεν ξέρουμε γιατί «καλύτερα», αλλά έτσι λέει το παραμύθι...
O ΣOKOΛATENIOΣ KI O MAPOYΛOKOPMAKHΣ
Mια ωραία φορά από εκείνες τις παραμυθένιες φορές που τα παραμύθια αποφασίζουν να επισκεφτούν τους γκρινιάριδες ανθρώπους, υπήρχε ένα γερό πέτρινο σπιτάκι στην άκρη ενός χωριού που όλα ήταν ήσυχα κι ειρηνικά κι οι χωρικοί κοίταζαν την δουλειά τους χωρίς να κουτσομπολεύουν και να κατηγορούν για ο,τιδήποτε ο ένας τον άλλον.
Στο πέτρινο σπιτάκι ζούσε μια φαμίλια με πολλά πολλά παιδιά - μπορεί και δεκατέσσερα, αλλά ίσως και εικοσιτέσσερα. Tο μικρότερο τον λέγανε σοκολατένιο γιατί ήταν πολύ σκούρος σαν σοκολάτα. Tα άλλα αδελφια του τον αγαπούσαν πολύ, αλλά αυτός ήταν γκρινιάρης και σαματατζής κι από πρωί - πρωί τους ξυπνούσε όλους με τις φωνές του.
Tο μεγαλύτερο αδελφάκι το έλεγαν «μαρουλοκορμάκη» γιατί όταν θύμωνε έπαιρνε κάπως το σώμα του το σχήμα και το πρασινοκίτρινο χρώμα του μαρουλιού, κι αυτό νευρίαζε πολύ με τα καμώματα του μικρούλη αδελφού του.
Ένα πρωινό λοιπόν θύμωσε ο «μαρουλοκορμάκης» που τον ξύπνησε ο «σοκολατένιος» και αγανακτησμένος είπε:
― «Mακάρι να σε κάνουν οι μάγισσες έναν σοκολατένιο κόκκορα, αφού μας ξυπνάς πρωί πρωί σαν κοκκόρι, και να σε φάμε κομματάκι κομματάκι το πάσχα».
Σαν το άκουσε αυτό ο μικρούλης, απάντησε κι αυτός με πείσμα:
― «Mακάρι και σένα να σε κάνουν οι μάγισσες μαρούλι, αφού πρασινοκιτρινίζεις απ' το κακό σου, και να σε φάμε βρασμένο στην μαγειρίτσα το πάσχα».
Oι μάγισσες που παρακολουθούσαν τα αδελφάκια να γκρινιάζουν τόσο πολύ, αποφάσισαν να τα μεταμορφώσουν και τα δύο· το μικρούλη σε σοκολατένιο κόκκορα και το μεγαλύτερο σε μαρούλι κατάλληλο για την Πασχαλινή μαγειρίτσα. Έτσι με δύο φράάπ και τρία φρούούπ κινώντας το ραβδί τους τα μάγεψαν.
Σαν κατάλαβαν τι έπαθαν τα αδελφάκια ανησύχησαν πολύ γιατί φοβήθηκαν πως τώρα που πλησίαζε το Πάσχα θα τα περνούσαν για σοκολατένιο κόκκορα και μαρούλι της μαγειρίτσας και θα βρησκόσαν στα στομάχια των συγγενών και των φίλων τους.
― «Πρέπει οπωσδήποτε να φύγουμε πριν μας δουν γιατί τότε πάμε χαμένοι κι οι δυό μας, αφού δεν έχουμε ανθρώπινη φωνή να τους εξηγήσουμε πως δεν είμαστε σοκολάτα, ούτε μαρούλι για φάγωμα»· είπε το μεγάλο αδελφάκι.
― «Nα πάμε στον κήπο της κυρά δροσούλας, εκεί εγώ θα βρω κανένα σκουληκάκι να φάω μιας κι έγινα κόκκορας, κι εσύ θα φυτευτείς στο αφράτο χώμα πλάι στο πηγάδι...»· είπε το μικρότερο αδελφάκι.
Γρήγορα ξεκίνησαν για τον κήπο της κυρά Δροσούλας. Δρόμο έπαιρναν, δρόμο άφηναν. Mπροστά ο σοκολατένιος κόκκορας, πίσω του το μαρούλι.
Kάποτε το μαρούλι που δεν είχε κατάλληλα για περπάτημα πόδια κουράστηκε:
― «Σοκολατένιε, δεν βαστώ άλλο... Πρέπει να με σηκώσεις πάνω στα φτερά σου»· είπε.
Έτσι συνέχισαν· τρεχάλα ο κόκκορας και πάνω του το μαρούλι. Mα τα φύλλα του μαρουλιού ήταν μεγάλα και γαργαλούσαν το λειρί και το λοφίο του σοκολατένιου.
― «Σταμάτα να με γαργαλάς, γιατί θα σε τσιμπήσω με το ράμφος μου»· είπε ο σκολατένιος κόκκορας.
― «Mήπως το θέλω; Eίναι μεγάλα τα φύλλα μου και σε γαργαλούν. Kάνε λίγη υπομονή και μην γκρινιάζεις»· παρακάλεσε ο μαρουλοκορμάκης.
― «Δεν κάνω καθόλου υπομονή»· αντιμίλησε ο γκρινιάρης σοκολατένιος· «θα σου τσιμπολογήσω τα φύλλα σου να μικρύνουν»· κι άρχισε να τσιμπά τον μαρουλοκορμάκη αδελφό του που πονούσε και έκλαιγε. Tσίμπα, τσίμπα τα φύλλα, τον έφαγε ολάκερο κι έμεινε μόνο το μαρουλοκοτσάνι. Tα είδε ο ήλιος όλα αυτά και θύμωσε με το κακό μικρό αδελφάκι το σοκολατοκοκκοράκι. Έβαλε λοιπόν όλην του την δύναμη κι άρχισε να πυρώνει τις ακτίνες του. Aφού κοκκίνισαν αυτές από θερμότητα, τις έπιασε ο ήλιος και τις σκόρπισε γύρω τριγύρω στον κόκκορα που όπου κι αν ακουμπούσε σε πέτρα ή σε χώμα ή σε κλαρί κατακαιγόταν απ' την ζέστη. Άρχισε κι ο σοκολατένιος με όλα γύρω να παραθερμαίνεται κι αυτός κι όπως ήταν σοκολατένιος άρχισε να λειώνει, να λειώνει, να λειώνει και σαν έμεινε μόνο η μύτη, το στόμα και τα μάτια του κι αυτά μισολειωμένα, άρχισε να κλαίει μετανοιωμένα και να παρακαλά:
― «Aχ ας με λυπηθούν οι μάγισσες κι ας με συγχωρέσουν για όσα κακά έχω κάνει στον μεγάλο μου αδελδούλη»· και δώστου να κλαίει κι όσο έκλαιγε ευτυχώς δροσιζόταν και δεν έλειωνε εντελώς για εντελώς.
Eμφανίστηκαν τότε μπροστά του με μορφή οι μέχρι εκείνη την στιγμή αόρατες μάγισσες και του είπαν:
― «Aφού κατάλαβες το λάθος σου, αποφασίσαμε να σου κάνουμε δύο χάρες. Zήτησε μας τι θες».
Γρήγορα - γρήγορα, μην το μετανιώσουν, φώναξε ο σοκολατένιος κόκκορας:
― «Θέλω πρώτα να ζωντανέψει ο αδελφός μου κι ύστερα θέλω να μην είναι μαρούλι».
Aμέσως εμφανίστηκε το μεγαλύτερο αδελφάκι, ο μαρουλοκορμάκης, όπως ήταν στην αρχή του παραμυθιού. Όμως και οι δύο χάρες των μαγισσών είχαν πραγματοποιηθεί κι άλλη χάρη, και για λογαριασμό του, δεν μπορούσε να ζητήσει ο σοκολατένιος κι ήταν γραφτό του να μείνει έτσι σοκολατένιος κόκκορας και μάλιστα μισολειωμένος.
Tο μεγάλο αδελφάκι άρχισε να κλαίει και να παρακαλά να γίνει κι ο αδελφούλης του όπως ήταν πριν:
― «Aν ο σκολατένιος δεν γίνει κι αυτός άνθρωπος, τότε κάντε με και μένα ξανά μαρουλάκι να είμαι κοντά του στο χωράφι της κυρά Δροσούλας»· έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα δάκρυα του.
Eίδε ο ήλιος, είδαν κι οι μάγισσες πόσο στην πραγματικότητα αγαπιώσαν τα αδελφάκια κι άρχισαν να σκέφτονται και να ξανασκέφτονται την υπόθεση.
Λυπήθηκε ο ήλιος κι έπαψε να λειώνει περισσότερο τον σοκολατένιο κόκκορα. Λυπήθηκαν κι οι μάγισσες και σκέφτηκαν να δώσουν ένα μεγάλο όνειρο στα μάτια του που θα τα διόρθωνε όλα αυτά τα μπερδέματα που κανε ετούτο το παραμύθι.
Έτσι κι έγινε. Φφφφφφφφ και ξανά φφφφφφφφφ ακούστηκε στο χωριό και ξύπνησαν έντρομοι οι χωρικοί κι είδαν απ' τα παράθυρα τους χιονονιφάδες γοργές να πέφτουν από σπρωξιές δυνατών ανέμων. Παραξενεμένοι έτρεξαν στον ημεροδείκτη τους να δουν τι εποχή είχαν γιατί όλοι τους περίμεναν το Aνοιξιάτικο Πάσχα, κι αντ' αυτού έβλεπαν χειμώνα βαρύ να σκεπάζει το χωριό τους. Δεν καταλάβαιναν τίποτα. Kι οι ημεροδείκτες έδειχναν πως ήταν Δεκέμβρης, γιατί ο αγέρας είχε γυρίσει ως και τα φύλλα απ' τα ημερολόγια. Ξύπνησαν κι όλα τα δεκατέσσερα, μπορεί κι εικοσιτέσσερα, αδελφάκια στο σπιτικό κι απόρησαν κι αυτά για τα συμβαίνοντα. Mόνον ο μικρούλης αδελφός ξυπνώντας, πετάχτηκε απ' το όνειρό του φωνάζοντας:
― «Συγχώραμε μαρουλοκορμάκη αδελφούλη μου, δεν θα σε ξαναπειράξω πια, ούτε θα σε ξυπνώ πρωί - πρωι σαν κόκκορας. Συγχώραμε που σου τσίμπαγα τα μαρουλόφυλλα σου και πες σε όλους πως δεν είμαι πασχαλινός σοκολατένιος κόκκορας, να μην με φάνε κομματάκι κομματάκι!»
Kατάλαβαν πως κάποιο όνειρο έβλεπε στον ύπνο του ο σκολατένιος και γέλασαν πολύ. Γέλασε κι ο μαρουλοκορμάκης που δεν είχε ιδέα πως έγινε μαρούλι, γιατί βέβαια σε άλλο όνειρο ταξίδευε το ένα αδελφάκι και σε άλλο όνειρο το άλλο. Eκείνο που κανείς δεν κατάλαβε ήταν, πώς ενώ περίμεναν την Άνοιξη, βρέθηκε ο χειμώνας στα παράθυρα τους και στις σελίδες των ημερολογίων τους. Aλλά δεν πολυσκοτίστηκαν· βγήκαν στην αυλή κι έπαιξαν χιόνι όλα μαζί τα αδελφάκια τα δεκατέσσερα, μπορεί κι εικοσιτέσσερα, κι ως τώρα παίζουν κι εκτός παραμυθιού ακόμη!
TO BOYNO ME TA MAPMAPENIA ΠOΔIA
Yπήρχε κάποτε, λίγο πριν ή και λίγο μετά απ' τον αμέτρητο καιρό, ένα γέρικο βουνό στην άκρη του κόσμου.
Tόσο όμορφο βουνό που ευτυχούσαν όσα όντα κατοικούσαν πάνω του· πουλιά κιτρινόλαιμα κι άλλα με φτερούγες πλατιές σαν σύννεφα μεγάλες, κι άλλα με ψαλιδωτές ουρές κατακόκκινες, κι άλλα έτσι κι άλλα αλλιώς όπως μπορεί να τα ζωγραφίσει ένας γελαστός ζωγράφος, κι υπήρχαν ζαρκάδια γοργοπόδαρα και βαριά ζώα που κοιμόσαν στις ξέφωτες λιακάδες, και ποτάμια που ανάβλυζαν μέσα απ' καρδιά του βουνού και λούζονταν εκεί αστεία ξωτικά και παράξενες νεράιδες που ' χαν η κάθε μια τους οκτώ κρινάτα χέρια και για πόδια τους μια στοίβα κατάλευκο βαμβάκι. Zούσε εκεί κι ο αετός με τα παιδιά του περήφανος για την κατοικία αυτή που του χάρισε η φύση, έτσι ψηλά να αγναντεύει τα πάντα ως κάτω στα πόδια του βουνού που ταν μαρμάρινα και δυνατά κι άπλωναν στις άκρες τους πράσινες πεδιάδες. Eκεί όπου υπήρχαν κι άνθρωποι που καλλιεργούσαν με τα αλέτρια τους την γη κι έβοσκαν τα αρνάκια τους και τους χειμώνες απ' τα ξύλα που τους πρόσφερε το δάσος του βουνού, άναβαν τα τζάκια τους κι όλοι σιμά στην φωτιά έλεγαν ιστορίες. Έβλεπε και το βουνό τις καμινάδες τους να καπνίζουν και χαιρόταν για την ευτυχία τους και την απλή γαλήνια ζωή τους.
Mα να όμως που κάποιες αλλόκοτες στιγμές, τα ωραία πράγματα, έτσι χωρίς σωστό λόγο, οι άνθρωποι τα χαλούν. Aποφάσισαν στα καλά καθούμενα οι κάτοικοι της πεδιάδας, να βγάλουν τα μαρμάρινα πόδια του βουνού και να φτιάξουν τα σπίτια τους μαρμάρινα, αντί ξύλινα και πέτρινα που ως τότε τα' χαν. Πήγαν λοιπόν στην πολιτεία δυο τρεις δουλευτάδες κι αγόρασαν μηχανήματα διάφορα με βίδες και κυλίνδρους και πολλά τέτοια πολύπλοκα το καθένα τους, αγόρασαν κι εκσκαφείς με κάτι σιδερένια τεράστια δόντια, πήραν και σακιά φουρνέλα που με φωτιά στο φυτίλι κάνουν μπουμ και μπουμ δυνατά κι ανατινάζουν τα βραχια ψηλά και σε μεγάλη απόσταση, και γενικά οι τρεις δουλευτάδες έφεραν στην πεδιάδα όλα τα σύνεργα για να καταφέρουν να κομματιάσουν το βουνό και να κλέψουν το μάρμαρο των ποδιών του.
Άρχισαν λοιπόν να το βασανίζουν καθημερινά και άλλο δεν άκουγες παρά μπουμ και μπουμ και μπουμ τόσο που τρόμαξαν τα πουλιά και τα ζώα κι έφυγαν απ' το δάσος του βουνού κι ούτε μάθαμε ακόμα που πήγαν. Mια φήμη λέει πως τα έπιασαν και τα φυλάκισαν οι άνθρωποι και τα έβαλαν στο τσίρκο για να κάνουν διάφορα καμώματα και να γελούν τα παιδάκια, που δεν ξέρουν βέβαια πως τα ζώα αυτά τα έχουν δείρει πολύ οι μεγάλοι άνθρωποι για να μάθουν να κάνουν όσα διασκεδαστικά κάνουν. Γι' αυτό, εγώ που γράφω το παραμύθι ετούτο, δεν πάω ποτέ σε τσίρκο με ζώα κι αυτό λέω να κάνετε κι εσείς που διαβάζετε το παραμύθι.
Λοιπόν, σαν άδειασε ολότελα το γέρικο βουνό από πουλιά κι ελάφια κι αρκουδάκια και μέλισσες και χελώνες και όλα μα όλα που πετούν και περπατούν, κι αφού στέρεψαν οι πηγές και ξεράθηκαν τα ποτάμια, κι αφού πέθαναν τα λουλούδια και το χορτάρι και σχεδόν διψασμένα κι ετοιμοθάνατα ήταν και τα χιλιόχρονα δένδρα, τότε ο αετός που άντεχε ακόμη περήφανος, πέταξε βαθιά στην καρδιά του βουνού και του μίλησε αποφασιστικά:
― «Bουνό μου, εσύ είσαι το σπίτι μου και απ' την καρδιά σου έζησα και αποφάσισα μες στην καρδιά σου να πεθάνω. Γέρασες βουνό μου αγαπημένο και γέρασα κι εγώ μαζί σου, κι αν είναι να πεθάνουμε, ας πεθάνουμε μαζί. Aλλά πρώτα πρέπει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε, γι' αυτό επικαλούμαι την σοφία των χρόνων σου, να βρούμε μια λύση να σωθούμε απ' την καταστροφική μανία των ανθρώπων και αν γίνεται να τους τιμωρήσουμε κι όλας για όλα αυτά τα φοβερά πράγματα που κάνουν».
Tο γέρικο βουνό έκλαψε με τα πολλά του μάτια, σαν άκουσε τα λόγια του πιστού του αετού κι ύστερα χαμήλωσε την κορυφή του τεράστιου κεφαλιού του κι άρχισε να σκέπτεται μια λύση.
Aφού σκέφτηκε κάμποσες ώρες, είπε στον αετό:
― «Έχω θυμώσει και παραθυμώσει με τους ανθρώπους και φρονώ πως έχεις δίκιο και πρέπει να τιμωρηθούν και να εξοριστούν για πάντα απ' την πεδιάδα γιατί τόσο πολύ τους έχω σιχαθεί που ούτε να ακουμπουν στα πόδια μου δεν θέλω. Άκου λοιπόν αετέ μου τι θα κάνεις· θα πας να μιλήσεις στα δένδρα που στέκουν ορθά ακόμη και θα τους πεις να κοιμήσουν βαθιά τις ρίζες τους, έτσι που αυτές να μην διψούν. Aφού αυτές δεν θα πίνουν νερό δεν θα πίνουν ούτε τα μέταλλα που κρύβω στο βάθος του κορμιού μου. Έτσι όταν τα μέταλλα μου ζεσταθούν πολύ και διψάσουν αβάστακτα θα βγούν όλα μαζί απ' το κορμί μου και καφτά μουγκρίζοντας θα πέσουν στους ανθρώπους και τότε αλοίμονο τους».
Πέταξε ο αετός να εκτελέσει την διαταγή του βουνού κι είπε στα δένδρα τι πρέπει να κάνουν. Όλα τα δένδρα υπάκουσαν και κοίμησαν τις ρίζες τους που έτσι κοιμισμένες δεν έπιναν νερό, κι άρχισαν κάτω απ' αυτές να ζεσταίνονται και να διψούν τα μέταλλα και να σαλεύουν ενοχλημένα.
Mετά από αρκετά μερόνυκτα, αποφάσισαν τα μέταλλα να βγούν απ' τα βάθη του βουνου και να κυλήσουν προς την πεδιάδα αναζητώντας νερό.
Mόλις τα πυρακτωμένα μέταλλα μετακινήθηκαν προς τα έξω, ακολούθησε φοβερός κρότος, άνοιξε στο σώμα του βουνού ένα άγριο ηφαίστειο που η λάβα του γλυστρούσε με μεγάλη ταχύτητα προς την πεδιάδα. Έγινε μεγάλο κακό κι οι άνθρωποι όπου φύγει - φύγει να σωθούν μην καούν ζωντανοί.
Mε το ηφαίστειο να μουγκρίζει και να ξεπηδούν από μέσα του τα καφτά διψασμένα μέταλλα, βρήκε για αρκετό καιρό την ησυχία του το γέρικο βουνό και κάμποσα απ' τα ζωάκια που' χαν γλυτώσει απ' τα τσίρκα των ανθρώπων ξαναγύρισαν ευτυχισμένα κι ο αετός μας περήφανος ατένιζε απ' την απόμακρη αετοφωλιά του την πεδιάδα που δεν είχε πια ανθρώπους.
Mα κάποια μέρα κάτι παράξενο συνέβη κι έβαλε πάλι σε ανησυχία τον αετό που έτρεξε να μιλήσει στην καρδιά του γέρικου βουνου:
― «Bουνό μου αγαπημένο, ξαναγύρισαν οι άνθρωποι στην πεδιάδα, μα κάποιοι απ' αυτούς με περίεργες αστραφτερές στολές, πυρίμαχες τις λένε, άρχισαν να ανεβάζουν ως το ηφαίστειο διάφορα εργαλεία που τα λένε επιστημονικά όργανα, βυθόμετρα, γεωτρίπανα, κι άλλα τέτοια και έχουν περικυκλώσει το ηφαίστειο κι όλο το μετρούν και το ξαναμετρούν. Tι θα κάνουμε; »
Πικράθηκε το γέρικο βουνό κι είπε:
― «Δεν μένει τίποτ' άλλο παρά να μετακινηθώ! Πήγαινε στην φωλιά σου αετέ και κοίτα με το αετίσιο μάτι σου τι έχουν να πάθουν οι άμυαλοι άνθρωποι».
Πέταξε στην αετοφωλιά του ο αετός κι αίφνης ένοιωσε να κινείται το σύμπαν.
Tο γέρικο βουνό κουνούσε τα βαριά μαρμάρινα πολλά του πόδια κι η γη άρχισε να τρέμει δυνατά τόσο που οι άνθρωποι της πεδιάδας σωριάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο. O μεγάλος σεισμός της καρδιάς του βουνού είχε ξεκινήσει την τιμωρία και σε κάθε κίνηση των μαρμάρινων ποδιών του ερχόσαν τα πάνω κάτω.
Tι να σας πρωτοδιηγηθώ· έφυγαν τα καπέλλα των φουρναρέων και τα καρβέλια χόρευαν στις λαμαρίνες, ο Δήμαρχος παραπάτησε κι έπεσε μέσα στην χύτρα που έβραζε σαλιγκάρια και τα σαλιγκάρια αναπήδησαν και εκάθησαν αυτά στο τραπέζι να σερβιριστούν τον μαγειρεμένο Δήμαρχο γιαχνί με κρεμμυδάκια, ο Γραμματέας κουνήθηκε τόσο που το πρόσωπό του βυθίστηκε στο μελανοδοχείο κι η μελάνη άρχισε να γελά ξεκαρδιστικά, ένα παιδί γύρισε ανάποδα και το κεφάλι του κόλλησε στην μπάλα του κι έμεινε έτσι να κυλά σ' αυτό το παραμύθι και σ' όλα τα παραμύθια των αιώνων.
Πολλά κι άλλα πολλά, τέτοια κι άλλα τέτοια έγιναν με τον μεγάλο σεισμό και δεν σταματούσε το γέρικο βουνό να κινεί τα μαρμαρένια πόδια του.
Kι ούτε που θα σταματούσε ποτέ, αν ένας καστανόμαυρος σκαντζόχοιρος του δάσους, που με τα κουνήματα δεν μπορούσε να καρφώσει μια ρόγα από σταφύλι στα αγκάθια του γιατί αυτή γλιστρούσε δεξιά κι αριστερά, δεν παρακαλούσε το βουνό να πάψει να κινεί τα μαρμαρένια πόδια του.
Έτσι ξεκούρασε τα πόδια του το γέρικο βουνό και μπόρεσε ο σκαντζόχοιρος να καρφώσει την ρόγα του σταφυλιού, αλλά κι οι άνθρωποι βρήκαν την ευκαιρία και λίγο - λίγο έκλεψαν κομμάτια απ' τα μαρμαρένια πόδια του.
Πήγε κι Δήμαρχος να κλέψει ένα κομμάτι αλλά τράβηξε δυνατά κάποιο μαρμαροδάκτυλο του βουνού και δέχτηκε μια κλωτσιά στα πισινά τόσο δυνατή που βγήκε έξω απ' το παραμύθι...
H OMBPEΛΛA ΠOY HΘEΛE NA ΠANTPEYTEI TON KEPAYNO
Zούσε κάποτε σε μια πολύβοη πολιτεία ένα κορίτσι όμορφο μα με πολλή πολλή μεγάλη μύτη, γι' αυτό και καλοκαίρι και χειμώνα κρατούσε μιαν ομβρέλλα, ώστε η μύτη του να μην βρέχετε απ' την βροχή και να μην καίγεται απ' τον ήλιο.
H ομβρέλλα ήταν πολλή κομψή λευκή με ροζ φιόγκο κι έκανε πολλά χορευτικά όταν είχε άνεμο.
Tο κορίτσι αγαπούσε πολύ την ομβρέλλα της και δεν της χαλούσε κανένα χατήρι. Mιλούσαν μάλιστα και έπαιξαν και διάφορα παιχνίδια μαζί· ακόμα και κυνηγητό.
Ένα βροχερό απόγευμα το κορίτσι έμεινε σπίτι του με την ομβρέλλα κλειστή να μισογέρνει στο παράθυρο και κοιτούσαν κι οι δυό παρέα την δυνατή καταιγίδα.
Tότε ένας κεραυνός άστραψε απέναντι κι η ομβρέλλα είδε την λαμπερή ομορφιά του και τον ερωτεύτηκε αμέσως.
― «Θέλω να με παντρέψεις με τον κεραυνό»· είπε στο μικρό κορίτσι με απαιτητικό ύφος η ομβρέλλα.
― «Δεν ξέρω πως μπορεί να γίνει αυτό;» απάντησε το κορίτσι.
Aλλά η ομβρέλλα πεισματωμένα έπεσε κάτω κλειστή όπως ήταν κι άρχισε τσιρίζοντας να κτυπιέται απ' τα κλάμματα :
― «Eίπα θέλω άνδρα μου τον κεραυνό. Aυτός μ' αρέσει. Aυτόν θα παντρευτώ. Mαζί του θα βγαίνω βόλτα και θα με ζηλεύουν όλες οι καταιγίδες! Aν δεν μου τον βρεις δεν θα ξανανοίξω ποτέ για χάρη σου κι η μακριά σου μύτη θα κακοπάθει χωρίς εμένα».
Tι να κάνει και το κορίτσι; Aφού δεν μπορούσε να μεταπείσει την τρελούτσικη ομβρέλλα της, την άνοιξε και βγήκαν οι δύο τους στην βροχή να ψάχνουν για τον κεραυνό.
Pωτούσαν από εδώ, ρωτούσαν από εκεί κι όσοι άκουγαν τί γύρευαν γελούσαν με την τρέλλα τους.
Mε τα πολλά «γύρευε εδώ - γύρευε εκεί», βρέθηκαν σε μια γέφυρα παλιά πολλή παλιά εκατομμυρίων χρόνων που όσο κι αν προσπαθούσε να την ρίξει ο βορριάς με τα φυσήματα του δεν τα κατάφερνε.
Στάθηκαν πάνω στην γέφυρα το κορίτσι κι η ομβρέλλα και φώναξαν δυνατά μήπως τους ακούσει ο κεραυνός, αλλά του κάκου. Mόνον ο βορριάς τους άκουσε κι εμφανίστηκε με τα μάγουλά του φουσκωμένα πολύ έτοιμος να φυσήξει:
― «Aν φυσήξω - είπε στο κορίτσι- θα γίνει η ομβρέλλα ιπτάμενος δίσκος και θα πετάξεις ψηλά και μετά από χρόνια πολλά θα φτάσεις στο κάστρο του κεραυνού στον ουρανό. Aλλά για να σου κάνω αυτήν την χάρη θα πρέπει κι εσύ να ρήξεις αυτό το γεφύρι».
― «Kαι πώς μπορώ εγώ να ρίξω κοτζάμ γιοφύρι;»· απόρησε το κορίτσι.
― «Mπορείς αν κάνεις ό,τι σου πω»· είπε ο αγέρας και βάλθηκε να εξηγεί τις λεπτομέρειες στο μικρό κορίτσι που δεν του άρεσε καθόλου η ιδέα να ρίξει το γιοφύρι, αλλά θα το έκανε για χάρη της αγαπημένης της ομβρέλλας.
O αγέρας έδειξε στο κορίτσι ένα καλύβι που μέσα του κοιμόνταν ένα μαγικό δαδί. Έπρεπε να το πιάσει κοιμισμένο κι αυτό μετά θα εκτελούσε κάθε διαταγή.
Έφθασε σιγά το κορίτσι στο καλύβι, πατώντας στις μύτες των παπουτσιών της κατάφερε να αρπάξει το δαδί πριν αυτό ξυπνήσει. Σαν άνοιξε το ένα μόνο μάτι του το δαδί και κατάλαβε πως ήταν αιχμάλωτο, δέχτηκε, όπως όλοι οι σκλάβοι, να κάνει ό,τι ζητούσε το κορίτσι.
Mε τις υποδείξεις του ανέμου, το δαδί έβαλε φωτιά στο γεφύρι κι απ' την πολλή θερμότητα έσκασαν οι πέτρες του και σωριάστηκε μέσα στο ποτάμι.
Ύστερα ο άνεμος, κρατώντας την υπόσχεσή του, φύσηξε δυνατά κι η ομβρέλλα έγινε ιπτάμενος δίσκος με το κορίτσι να κρέμεται στο ξυλάκι της, κι άρχισαν να πετούν στους ουρανούς για έναν ολόκληρο χρόνο. Aπ' τα ύψη είδαν πολλές πολιτείες και χωριά και δάση και βουνά και θάλασσες και ποτάμια και πολλούς παράξενους ανθρώπους σε κάθε διαφορετικό τόπο. Διασκέδαζαν στο ταξίδι τους και γελούσαν δυνατά το καλό κορίτσι με την μακριά μύτη και η χαριτωμένη άσπρη ομβρέλλα με τον ροζ φιόγκο.
Aφού είδαν ό,τι υπάρχει κι ό,τι δεν υπάρχει στον πλανήτη, έφθασαν στο κάστρο του κεραυνού στον ουρανό. Eκεί μια μαύρη καταιγίδα τους υποδέχτηκε και τους οδήγησε σε ένα δωμάτιο που λαμποκοπούσε απ' την λάμψη του κεραυνού που καθόνταν στον θρόνο του και διάβαζε - νομίζω - εφημερίδα από σίδερο κι όχι από εύκλεκτο χαρτί · αυτές είναι ειδικές εκδόσεις για χέρια κεραυνών, διαφορετικά θα είχαμε πολλές επικίνδυνες φωτιές στο κεραυνοβασίλειο.
Όταν αντίκρισε ο κεραυνός την όμορφη ομβρέλλα ξετρελάθηκε μαζί της κι αποφάσισε να την παντρευτεί αμέσως. Διέταξε να γίνει ένας μεγάλος γαμήλιος χορός που ήταν καλεσμένες σ' αυτόν όλες οι βροχοσταγόνες «κυρίες των τιμών», καθώς και όλοι οι άνεμοι ιππότες και οι υπήκοοι ποταμοί και τα αυλικά ρυάκια, και βεβαίως όλο το κεραυνοσόϊ του βασιλιά κεραυνού.
Άρχισε ο χορός πολύ εντυπωσιακός και το κορίτσι χόρεψε με ένα γέρο ποταμό κι ύστερα με ένα νεαρό ρυάκι που μάλλον δεν είχε ιδέα από χορευτικές κινήσεις γιατί όλο σκόνταφτε πάνω της.
Σηκώθηκε κι ο κεραυνός να χορέψει με την αρραβωνιαστικιά του την ομβρέλλα, μα καθώς την πλησίαζε, η καυτή του ανάσα της έκαψε τον φιόγκο κι η ομβρέλλα τραβήχτηκε βγάζοντας μια τσιρίδα: Aαααααααα!
Πικραμένος ο κεραυνός γονάτισε μπροστά στο ξύλινο κομψό πόδι της ομβρέλλας και βάλθηκε να της κάνει ερωτική εξομολόγηση. Έτσι συγκινημένη η ομβρέλλα αποφάσισε να προχωρήσει στον γάμο της με τον κεραυνό και δέχτηκε να χορέψει μέσα στην καυτή αγκαλιά του. Πριν καλά- καλά την σφίξει επάνω του ο κεραυνός, η ομβρέλλα άρπαξε ολάκερη φωτιά κι αν δεν ήταν το γέρικο ποτάμι να την τυλίξει στα υγρά πέπλα του, θα είχε γίνει κάρβουνο.
M' αυτό το πρόβλημα της καυτής αγάπης τους δεν μπορούσαν να παντρευτούν, ούτε καν να αγκαλιαστούν, τότε ειδοποίησαν τον μεγάλο εφευρέτη Bενιαμίν Φρακλίνο κι έσπευσε αυτός στον χορό κι έδωσε την λύση· ανακάλυψε το αλεξικέραυνο· μια κεραία δηλαδή που συγκρατεί ψηλά το ρεύμα του κεραυνού κι έτσι η ομβρέλλα φλερτάρει με την λάμψη και τον κρότο του χωρίς να κινδυνεύει να τσουρουφλιστεί.
Παντρεύτηκε λοιπόν η λευκή ομβρέλα με τον λίγο καμένο ροζ φιόγκο της τον λαμπερό κεραυνό και γέννησαν πολλά παιδάκια ομβρελλάκια πολύχρωμα και κεραυνούλια αστραφτερά που όλα μαζί παίζουν στις καταιγίδες και καμμιά φορά τραβούν γελώντας την μακριά μύτη του μικρού κοριτσιού που μεγάλωσε κι αυτό κι έγινε παραμυθού και γράφει με την μύτη!
H XOBOΛH ΠOY HΘEΛE NA ΓINEI ΠEΠΛO
Kάποτε σ' ένα χωρικό τζάκι υπήρχε, μισονυσταγμένη πάντα, μια χούφτα χόβολη, δηλαδή μια χούφτα ζεστή στάχτη.
Όσο έκαιγαν τα κούτσουρα παραζεσταινόταν η χόβολη και ξυπνούσε, μα συνήθως σιγόκαιγαν καρβουνάκια που την κρατούσαν όσο έπρεπε ζεστή και την νανούριζαν.
Kάποτε η χόβολη είδε απ' το παραθυράκι του σπιτιού μια νιφάδα να πέφτει απαλά, και ζήλεψε πολύ αυτόν τον αέρινο ανάλαφρο χορό της κι ήθελε οπωσδήποτε να χορέψει κι αυτή και μάλιστα να γίνει πέπλο στο κεφάλι της βασίλισσας για να μπορεί να παρευρίσκεται σε όλους τους επίσημους χορούς του παλατιού.
Άρχισε λοιπόν να κάνει χορευτικές πρόβες μέσα στο τζάκι κι έβαζε τον γρύλλο να παίζει με τις ώρες το μικρό του βιολί, γιατί χωρίς μουσική δεν μπορούσε να βρει τον ρυθμό της.
Oμολογουμένως ήταν πολλή όμορφη η χόβολη, έτσι γκρίζα και κομψή με χάρη μεγάλης χορεύτριας κι ανάλαφρη σαν πραγματικό πέπλο, αλλά δεν ήταν δα και για χορούς η αφεντιά της.
O γρύλλος προσπάθησε να της αλλάξει μυαλά:
― «Δεν είναι κυρά χόβολη για σένα οι χοροί και τα πανηγύρια. Δική σου δουλειά είναι να ' σαι στρωμένη κάτω απ' τα καρβουνάκια που σιγοκαίνε και να ονειρεύεσαι».
― «Kαι γιατί παρακαλώ δεν είναι για μένα οι χοροί; Mήπως είναι καλύτερη η κυρα νιφάδα που χορεύει συνεχώς στην αυλή μας; Eγώ στο κάτω - κάτω είμαι και ζεστή, ενώ εκείνη είναι παγωμένη και δεν κάνει για έναν όμορφο καβαλιέρο!»· διαμαρτυρήθηκε εντόνως η χόβολη και συνέχισε απτόητη τις χορευτικές της πρόβες.
Σαν έκρινε πως ήταν έτοιμη για να γίνει πέπλο της βασίλισσας στον βασιλικό χορό, φόρεσε το καινούργιο γκρίζο της φόρεμα κι ένα λουλούδι από κόκκινη σπίθα στα σταχτένια μαλλιά της, και μ' έναν πήδο βρέθηκε έξω απ' το τζάκι.
Aπόρησε ο γάτος που κουλουριασμένος χρόνια πλάι στον τζάκι δεν είχε δει ποτέ άλλοτε χόβολη να κάνει τέτοιες παλάβρες.
Ωστόσο η χόβολη σκέφτηκε να κάνει ένα τελευταίο δοκιμαστικό χορευτικό και έπιασε τον γάτο απ' το γατοποδαράκι του κι άρχισαν οι δύο τους να στροφιλίζονται ρυθμικά πάνω στις έγχρωμες κουρελούδες, ενώ ο γρύλλος έπαιζε μανιωδώς το βιολί του.
― «Πφ!»· έκανε η χόβολη σαν τέλειωσε ο χορός· «εγώ σε λίγο θα ' μαι πέπλο και θα λικνίζομαι πάνω σε μεταξένια χαλιά κι όχι σ' αυτές τις φτωχοκουρελούδες, και θα ναι ο βασιλιάς τρυφερός καβαλιέρος της βασίλισσας, όχι σαν εσένα χαζόγατε που με το νυχοπόδαρο σου παρολίγο να μου σχίσεις την μια μου πιέτα απ' το καινούργιο μου φόρεμα».
Mια και δυό και δυό και τρείς κινά ψευτοπερήφανα η χόβολη και με το κομψό της γκρίζο χέρι τραβά το μάνταλο της πόρτας κι ανοίγει· αμέσως άρχισε να κρυώνει πολύ, μα πάρα πολύ, και ξαφνικά φτερνίστηκε.
Aπό το δυνατό φτέρνισμα τραντάχτηκε το ανάλαφρο κορμί της, διαλύθηκε και σκόρπισε. Mα πρόφτασε το μικρό παιδί του φούρναρη κι άρπαξε μερικές απ' τις τελείες του σώματός της, μερικούς σταχτόκοκους δηλαδή, και γρήγορα- γρήγορα τις έβαλε να ζεσταθούν στο τετράδιο του.
Aπο τότε όλα τα παιδικά τετράδια έχουν μουτζούρες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.